Ο υπερτιμημένος Κρίστοφερ Νόλαν, μετά το ανεκδιήγητο The Prestige και τον αδιάφορο Σκοτεινό Ιππότη, μας παραδίδει το πολυδιαφημισμένο και υπερφίαλο Inception. Ομάδα νεαρών «εισβολέων», υπό την καθοδήγηση του άτονου Λεονάρντο Ντι Κάπριο, επιχειρεί να ελέγξει τη σκέψη πανίσχυρων ανθρώπων, επεμβαίνοντας στα όνειρά τους. Τελικός της στόχος, να εμφυτεύσει μια προαποφασισμένη ιδέα, «το πιο ανθεκτικό παράσιτο», στο μυαλό των αντιπάλων της εργοδοσίας της.
Παρότι ασχολείται με ό,τι πιο ανθρώπινο υπάρχει, τα όνειρα, το Inception είναι μεγαλειωδώς απόμακρο και ψυχρό, μια αποστειρωμένη μηχανή δημιουργίας εικόνων. Ο κόσμος των ονείρων είναι πολύ μαγικός και μυστηριώδης, ποιητικός και σχεδόν άφατος, για να αφήνεται στα χέρια των κατασκευαστών του Χόλιγουντ. Ούτως ή άλλως, «το πιο πυκνό, το πιο πλούσιο, το πιο σημαντικό μέρος του ονείρου είναι «αβυθομέτρητο»» (Καστοριάδης, Η φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, σελ. 396, παίρνοντας το νήμα από τον Φρόιντ). Οι χρηματοδότες καταφέρνουν να καταστρέψουν ακόμα και τις πιο πρωτότυπες ιδέες, διογκώνοντας και ποσοτικοποιώντας το κάθε τι.
Πέρα από τις όποιες θεωρητικές αντιρρήσεις, προβληματική είναι η δομή του ίδιου του έργου. Βέβαια, μπορεί να αντιμετωπιστεί στα σοβαρά μόνο ως ταινία επιστημονικής φαντασίας, αν και είναι πιθανότερο να επιτευχθεί στο μέλλον το ταξίδι στο χρόνο από τη συμμετοχή περισσότερων ατόμων στο ίδιο όνειρο. Αλλά κι ως τέτοια αποτυγχάνει. Οι σκηνές δράσεις μοιάζουν φτιαγμένες από άλλο χέρι και το σκηνοθετικό βάρος που ρίχνεται σε αυτές είναι δυσανάλογα μικρό.
Τα σημάδια της οικειοθελούς υποταγής του Νόλαν στις επιταγές των παραγωγών και στην ευκολία είναι ολοφάνερα. Πιο σωστά, ο Νόλαν αποτελεί πλέον μια από τις κορυφές του αμερικανικού συστήματος παραγωγής, άξιος εκπρόσωπος μιας εποχής χωρίς όραμα και πνοή. Στο Inception είναι εμφανείς πολλές ανισομέρειες και δυσαναλογίες, σαν να χτίζεται εξαρχής ένας κόσμος άνισος, κατακερματισμένος και πολυεπίπεδος για χάρη του νεαρού κοινού, που μεγάλωσε και θρέφεται καθημερινά με το ρευστό κι ά-τοπο διαδίκτυο.
Ο θεατής χάνεται στους δαιδάλους των διαδοχικών ονείρων. Για να τον κρατήσει ο Νόλαν, αφού κέντρο βάρους, «τοπικά» και χαρακτηριολογικά δεν υφίσταται, αφού οι ήρωες μέσα στα όνειρα είναι παντελώς χάρτινοι, χωρίς να διακινδυνεύουν ουσιαστικά τίποτα, επινοεί την κατάσταση limbo, ένα διανοητικό χώρο, όπου παγιδεύεται κανείς αιώνια μέχρι το μυαλό του να μετατραπεί σε χυλό. Όσο και να προσπαθεί όμως ο Νόλαν, ο μηχανισμός ταύτισης με τους χαρακτήρες έχει μπλοκάρει προ πολλού.
Όπως με το Avatar, έτσι και με το Inception μειώνεται διαρκώς και ταχύτατα η απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και επινόησης. Στο Inception η ταύτιση των δυο διαστάσεων εμφανίζεται ως σύγχυση ανάμεσα στο φανταστικό του ονείρου και την «αλήθεια» της πραγματικότητας. Η μαγεία που προσφέρει ο κινηματογράφος ωστόσο, βασίζεται στο διαχωρισμό της πραγματικότητας από τη φαντασία. Αν οι δύο κόσμοι ταυτιστούν ολοκληρωτικά, αν το Εγώ δεν συναντήσει κάτι έξω από αυτό και -ας μη φοβόμαστε να το πούμε- ανώτερο από αυτό, ο παραδοσιακός μηχανισμός δημιουργίας αισθημάτων και σκέψεων κατά την παρακολούθηση μιας ταινίας παύει να λειτουργεί, για το καλύτερο και το χειρότερο (όπως υποστηρίζουμε).
Η αλόγιστη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας περισσότερο βλάπτει παρά ωφελεί τον κινηματογράφο. Αν ένας σκηνοθέτης μπορεί πλέον να δείξει τα πάντα, από την καταστροφή του Πύργου του Άιφελ μέχρι τη βύθιση της Νέας Υόρκης, τότε δεν μένει τίποτα που να μας εκπλήσσει πραγματικά. Οι παλιότερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας έκρυβαν ιδρώτα και μεράκι από πίσω τους. Ο θεατής συμμετείχε σε ένα φανταστικό ταξίδι μεν, το οποίο πραγματοποιούταν δε υπό συνθήκες ανθρώπινες, οικείες. Κάτι που το Inception, το Avatar και το Matrix έχουν αφήσει μια δια παντός πίσω τους.
2 σχόλια:
Μπράβο, Γιώργο!
Στήριξες με επιχειρήματα-φιλοσοφικά- την αίσθηση που είχα κι εγώ από την ταινία. Την αγανάκτηση ότι δεν μπορείς να πιάνεις υλικά ευαίσθητα, σαν τα όνειρα, με άτσαλα εργαλεία.
Παρόλο που πέρσι το χειμώνα διάβασα -εκλαϊκευμένο- ανάγνωσμα περί Χαίντεγκερ, το γνωστό πείραγμα που σου κάνω -όπως εσύ για τα ποιήματά μου- το αναιρώ. Εδώ έπιασε τόπο.
Τα υλικά της παραγωγής αυτής της ταινίας είναι δεύτερα, ανεξάρτητα από το φανταχτερό και ακριβό σερβίρισμα. Δεν τρώγεται με τίποτα το χαλασμένο, όσο κι αν το ονομάσεις γκουρμέ.Βλέπεις, η εποχή έχει την τάση να ανεβάζει τις τιμές κατεβάζοντας τις αξίες...
Τί να πω τώρα εγώ;
Συγχαρητήρια για το ωραίο σου κείμενο;
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια;
Ότι ποίηση και όνειρο συμπλέουν;
Όλα τα παραπάνω;
Δημοσίευση σχολίου