29 Φεβ 2008

Οχι και τόσο μακριά

Το Caramel αποτελεί εντελώς σπάνια περίπτωση ταινίας, σκηνοθετημένης από νεαρά Λιβανέζα καλλιτέχνιδα που κρατά για τον εαυτό της τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με λιτά αν όχι φτωχά μέσα, χωρίς δραματουργικές εξάρσεις και κορώνες, η πανέμορφη Λαμπακί αναδεικνύει με περίσσιο χιούμορ άγνωστες σε μας πτυχές μιας «παραδοσιακής» κοινωνίας. Άγνωστες ; Όχι και τόσο. Αναλογίες και ομοιότητες με την ελληνική κοινωνία, τα ήθη της και τις εμμονές της, είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Παράλληλος είναι, απ’ό,τι φαίνεται, των δυο χωρών ο βίος, ένα εκκρεμές μεταξύ δύσης (νεωτερικότητας) και ανατολής (παράδοσης). Εμφανείς ωστόσο και οι διαφορές. Ενώ στα καθ’ημάς ο πουριτανισμός εκφράζεται σήμερα από τα τηλεοπτικά κυρίως μέσα ενημέρωσης, στο Λίβανο η ηθική ακαμψία και η φαλλοκρατία κυριαρχούν χωρίς ειδικούς διαμεσολαβητές. Το καινούριο που κομίζει η ταινία –τουλάχιστον σε μένα προσωπικά- είναι ότι υφίσταται ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις εξισωτικές προσδοκίες/συμπεριφορές των ατόμων και της επικρατούσας «ιδεολογίας». Ένα χάσμα που θα προκαλέσει είτε το σταδιακό εκδημοκρατισμό του Λιβάνου, είτε τη βίαιη οπισθοδρόμηση, η οποία, δεδομένων των γεωπολιτικών συνθηκών της χώρας αυτής, δεν θα πρέπει να αποκλείεται.

10 Φεβ 2008

«Δεν είχα ποτέ μου όνειρα, μόνο εφιάλτες»

Η παραπάνω φράση, που ακούγεται προς το τέλος της ταινίας Sweeney Todd, πιστεύω ότι συνοψίζει ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής παρακαταθήκης ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, του Τιμ Μπάρτον. Ήδη από την εποχή του Χριστουγεννιάτικου Εφιάλτη και του Ψαλιδοχέρη αναφαίνονταν η προβληματική και η ιδιαίτερη γραφή ενός ανήσυχου πνεύματος, που βλέπει τον κόσμο με τα δικά του, ξεχωριστά μάτια. Αν, σε σύγκριση με άλλους –λιγότερο επιφανείς- σκηνοθέτες, ο Μπάρτον δεν έφτανε στο βάθος των πραγμάτων είναι αφενός γιατί απουσιάζει από τα έργα του μια καθεαυτό μεταφυσική-θρησκευτική αγωνία, αφετέρου γιατί ο «εφιάλτης» του, ως προσωπικό του σύμπαν, ενσωματώνεται μεν στην «πραγματικότητα», αλλά διατηρεί την υλική και σκηνική του αυτονομία. Πρόκειται για τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων ή των επάλληλων κόσμων. Έχω την αίσθηση ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια η δυαδικότητα αυτή απέκλειε μια ριζική κριτική απέναντι στο τώρα, ως έκφανση της πραγματικότητας.

Στο Sweeney Todd ωστόσο, οι δυο κόσμοι συμπίπτουν με ένα πρωτοφανέρωτο για ταινία του Μπάρτον τρόπο. Ο εφιάλτης έχει καταστεί αναπόσπαστο μέρος της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα οι «νεκροί» να κυκλοφορούν ακώλυτα ανάμεσά μας. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός Κόσμου με «αυτοκτονικό ιδεασμό», που τρώει τις σάρκες του με την κατάλληλη συνοδεία ζύθου. Ο «νεκρός» επανέρχεται στη μητέρα πατρίδα όχι για να επιβάλει άπαξ δια παντός μια προσωποπαγή τιμωρία, αλλά για να αναδείξει το αληθινό πρόσωπο μιας κοινωνίας, που αγνοεί τη θεμελιώδη έννοια της δικαιοσύνης. Όταν εκλείπει ο απρόσωπος Νόμος, επιβάλλεται η άκρως εξισωτική τιμωρία του αγγέλου εκδικητή, που δεν στρέφεται μόνο κατά της άρχουσας τάξης, αλλά θερίζει αδιακρίτως πλούσιους και φτωχούς, «αθώους» και «ενόχους». Το ασημένιο ξυράφι καθρεφτίζει τον τιμωρό, αγνοώντας την ιδιαιτερότητα του θύματος, διψά για αίμα, μετατρεπόμενο σε ένα εργαλείο εκ των υστέρων απόδοσης δικαιοσύνης. Ο Sweeney Todd ταυτίζεται απόλυτα με την εποχή του (μας) και εμείς ωθούμαστε να ανακαλύψουμε τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στην εκβιομηχάνιση του 19ου και την αποβιομηχάνιση του 21ου αιώνα.

Ένα καμπανάκι ηχεί για τους θεατές, ιδίως του δυτικού κόσμου, για την ανεξέλεγκτη πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα, αλλά κι ένα αντίστοιχο καμπανάκι χτυπά και για τον ίδιο τον Μπάρτον που δείχνει να φτάνει στα όρια της προβληματικής του και εν γένει της τέχνης του. Είθε να βρει το δρόμο που θα τον οδηγήσει στην επέκταση ή και στην ανανέωση του οπτικού του πεδίου.