28 Ιουν 2008

Που με βία μετράει τη γη

Πόσο επικίνδυνα μπορεί να είναι μερικές δεκάδες οπωροφόρα δέντρα ; Πολύ, σύμφωνα με την τελευταία ταινία του Εράν Ρικλίς, «Λεμονιά». Βρισκόμαστε δίχως άλλο στη χώρα του παραλόγου. Λόγω της μετοίκησης του ισραηλινού υπουργού άμυνας δίπλα στο σύνορο που χωρίζει τα «δύο κράτη», η παλαιστίνια χήρα με το συμβολικό όνομα Σάλμα Ζιντάν που κατοικεί από την άλλη πλευρά ειδοποιείται ότι θα ξεριζωθούν οι λεμονιές που καλλιεργεί από μικρή στο χωράφι της. Ο λόγος ; Παρόλα τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, κρίνεται από τις μυστικές υπηρεσίες ότι οι λεμονιές μπορεί να παρέχουν κάλυψη σε παλαιστίνιους τρομοκράτες. Μην αποδεχόμενη την αυθαίρετη αυτή απόφαση που ανατρέπει τα δεδομένα της ζωής και της ύπαρξής της, η Σάλμα αποφασίζει να αντιδράσει, εξαντλώντας όλες τις νομικές δυνατότητες με τη βοήθεια ενός άπειρου δικηγόρου.

Όλο το φιλμ δομείται πάνω σε μια διπλή αντίστιξη. Αφενός το ισραηλινό κράτος είναι «υποχρεωμένο» να σεβαστεί την τυπική νομιμότητα, παρέχοντας τα δικαστικά μέσα σε όσους θεωρούν ότι θίγονται από τις αποφάσεις του. Πρόκειται ωστόσο για μια επίφαση δημοκρατίας, και η «σολομώντεια» τελική απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου καταδεικνύει ότι η λύση σε ένα ακανθώδες και περίπλοκο ζήτημα δεν θα βρεθεί ποτέ με τη βία και τη μονομέρεια. Το στρατιωτικο-πολιτικό κατεστημένο του Ισραήλ τίθεται πλέον υπεράνω όχι μόνο των νόμων, αλλά και της κοινής λογικής.

Αφετέρου, στην άλλη πλευρά τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα. Η απολύτως ανδροκρατούμενη παλαιστινιακή κοινωνία απαιτεί από τις γυναίκες manu militari τη συμμόρφωση με ένα παραδοσιακό κώδικα τιμής που αποψιλώνει τη γυναικεία φύση απ’ό,τι συνιστά την υπερηφάνεια και την ομορφιά της. Η Σάλμα όμως επιλέγει την αντίσταση, τόσο έναντι των απειλών των δικών της, όσο και έναντι της συνθλιπτικής μηχανής του ισραηλινού κράτους. Μπορεί να βγει νικήτρια από αυτή τη διμέτωπη μάχη; Το δράμα της φέρνει στο νου τους στίχους του Σολωμού από τον Ύμνο εις την Ελευθερία :

Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλεί.

Ο τρόπος που σκηνοθετεί, ιδίως τις γυναίκες, ο Ρικλίς αναδεικνύει τη σημασία του βλέμματος και της σιωπής στον κινηματογράφο. Η απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους, λόγω τεχνητών ή συναισθηματικών εμποδίων, προσδίδει στο βλέμμα ένα ιδιαίτερο βάρος : όταν εκλείπει ο λόγος, τα μάτια ακονίζονται και μαθαίνουν να διεκδικούν τη χαμένη αξιοπρέπεια του προσώπου. Το δράμα ωστόσο της Σάλμα, εν αντιθέσει με την γυναίκα του υπουργού που έχει την πρακτική δυνατότητα να διεκδικήσει με τη φυγή κάτι καλύτερο για τη ζωή της, συνίσταται ότι δεν θα έχει ποτέ την επιλογή αυτή. Κι αν της κόβουν τα φτερά, αυτή θα ριζώνει, εκ των πραγμάτων, όλο και πιο βαθιά στη γη των προγόνων της.

24 Ιουν 2008

Αναζήτηση

Με το «Klute» που ξαναπαίζεται αυτή την περίοδο στους κινηματογράφους σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, ο αμερικάνος σκηνοθέτης Άλαν Πακούλα μας παραδίδει το ψυχογράφημα μιας πόρνης πολυτελείας (Τζέιν Φόντα) και το πορτρέτο μιας μεγαλούπολης (Νέα Υόρκη). Μέσω μιας κοινότοπης κατά τα άλλα αστυνομικής ιστορίας, ο Πακούλα εικονογραφεί με ένα εντυπωσιακά μοντέρνο και εύστοχο τρόπο ένα τρίπτυχο : την εσωτερική αναζήτηση ταυτότητας της κεντρικής ηρωίδας, παράλληλα με την αναζήτηση ενός εξαφανισμένου άνδρα από έναν αυτοσχέδιο ντετέκτιβ, σε μια Νέα Υόρκη που μεταβαίνει από μια εποχή έντονων αναζητήσεων σε μια εποχή πεσιμιστική και εσωστρεφή, από τα σίξτις δηλαδή στα σέβεντις. Φυσικά το αστυνομικό σκέλος της υπόθεσης έχει σχεδόν μηδαμινό βάρος στην ταινία. Όταν ο έρωτας, η κατεξοχήν «αποκαλυπτική» του χαρακτήρα πράξη υποβιβάζεται σε αγοραία επανάληψη, τότε διανοίγεται ένα τεράστιο κενό που γεμίζει είτε με τη διαφυγή σε τεχνητούς κόσμους είτε με τη δίχως όρια εξομολόγηση σε ένα ιδεατό, διότι σιωπηλό, ακροατή. Κι όταν μια πόλη αποδεικνύεται αφιλόξενη για το κυνήγι των ονείρων μας, τότε μόνο ορισμένες σπάνιες στιγμές, όπως η βραδινή εξόρμηση στη λαϊκή αγορά, χρωματίζουν λίγο την ύπαρξή μας, δίπλα στο ταίρι μας, που όσο ποθούμε τόσο απωθούμε.

20 Ιουν 2008

Ο γαμπρός το 'σκασε

Όχημα νεοσυντηρητικής ιδεολογίας και νεοκίτς αισθητικής, το "Sex and the City" παρουσιάζει την ιστορία τεσσάρων νεογιάπηδων γυναικών ηλικίας 40+. Μετά από ένα σύντομο γκάλοπ στη δουλειά σε γυναίκες συναδέλφους ηλικίας 20+ που είδαν την ταινία, μπόρεσα να καταλάβω εν μέρει τους λόγους για τους οποίους συρρέουν οι νεαρές κυρίως κοπέλες στους κινηματογράφους. Πέρα από τα φανταχτερά ρούχα και παπούτσια, οι νεαρές θεατές κρίνουν ως χαρακτηριστική διάσταση της ταινίας την παρουσίαση της γυναικείας φιλίας. Είναι στην κινηματογραφική ιστορία πράγματι αρκετά σπάνιο να ασχολούνται οι κινηματογραφιστές με τις γυναικείες παρέες, οπότε κάθε σενάριο που επιχειρεί να καλύψει αυτό το κενό είναι αντικειμενικά καλοδεχούμενο.

Αυτό το σημαντικό γεγονός δεν αρκεί για να καλύψει τις εγγενείς κινηματογραφικές και μη αδυναμίες του φιλμ. Στο σύμπαν του Sex and the City δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τον κλειστό κύκλο των πρωταγωνιστριών : ούτε οικογένεια, ούτε κράτος, ούτε θεσμοί εν γένει, ούτε ιστορία, ούτε παράδοση. Ο χρόνος μοιάζει σταματημένος σε ένα αέναο παρόν, κι αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του φαντασμαγορικού καπιταλισμού, ο οποίος παρουσιάζεται στην ταινία σε όλο του το μεγαλείο. Τα πάντα μπορούν να αγοραστούν, οικονομικές δυσχέρειες δεν υφίστανται. Οι άντρες είτε είναι γκέι (καρικατούρες) είτε αδιόρθωτα σεξομανή ή ανασφαλή (διαλέχτε και παίρνετε) καθίκια. Ο ένας από τους δύο θετικούς ανδρικούς χαρακτήρες μένει στο τέλος σύξυλος, παρατημένος.

Οι γυναίκες είναι φορείς πάγιων συναισθημάτων και αναγκών, και η δυστυχία τους έγκειται στο ότι οι εξωτερικοί παράγοντες (κυρίως άντρες) τις εμποδίζουν να τα πραγματοποιήσουν. Η κουλτούρα (όπως και τα ρούχα) εισάγεται από την Ευρώπη, οι υπηρεσίες παρέχονται από τους μαύρους και τους μεξικάνους. Δεν υπάρχει χώρος για ενδοσκόπηση, διάλογο, ουσιαστική διαφωνία. Άρα ούτε για αυθεντικότητα. Μέσα στο επιφανειακό και ρηχό σύμπαν της ταινίας η λέξη αυτή ηχεί μέχρι και αστεία.