31 Οκτ 2010

The American-Δολοφόνος του εαυτού του

«Ο μισθός που δίνει η αμαρτία είναι ο θάνατος», Προς Ρωμαίους, 6, 23

Στην ταινία The American του ολλανδού Anton Corbijn (Control) ένας υπό απόσυρση μεσήλικας, αλλά επιδέξιος και καλογυμνασμένος εκτελεστής καταφθάνει στην κεντρική Ιταλία μετά από αποτυχημένη εις βάρος του δολοφονική απόπειρα. Εκεί, μέσω του συνδέσμου του, αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια τελευταία δουλειά. Ποτέ δεν μαθαίνουμε «αρμοδίως» ποιος είναι ο στόχος του δολοφονικού προγράμματος.

Αν ερμηνεύσουμε την ιστορία ώστε στόχος να θεωρηθεί ότι ήταν εξαρχής ο ίδιος ο δολοφόνος, τότε η ταινία φωτίζεται με ένα ενδιαφέρων τρόπο. Υπό αυτό το πρίσμα, καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας παρατηρούμε τον πρωταγωνιστή να κατασκευάζει άθελά του και εν αγνοία του το όπλο από το οποίο είναι σχεδιασμένο να πεθάνει. Φυλακισμένος στο μικρό χωριό και δεσμώτης του παρελθόντος του, ο εκτελεστής επιταχύνει με δική του ευθύνη τη συνάντηση με το θάνατο. Ο καταδικασμένος σε θάνατο δεν πρόκειται να δραπετεύσει.

Οι αργόσυρτοι εσωτερικοί του ρυθμοί ταυτίζονται με το βιορυθμό της κωμόπολης όπου καταλύει. Ωστόσο οι αναλογίες σταματούν εκεί. Η καθολική, βαθιά Ιταλία, όπου ο χρόνος μοιάζει σταματημένος, υποδέχεται στους κόλπους της έναν «αμαρτωλό», ξεχασμένο από το Θεό, έναν άφιλο ξένο, που ζει αποκλειστικά για το παρόν, αδιαφορεί για την ιστορία και δε σχεδιάζει το απώτερο μέλλον. Κυνηγημένος από τις Ερινύες, λαβωμένος από τον έρωτα, ο εκτελεστής μας είναι μοναχικός αλλά όχι μόνος, ικανός στα χαρτιά αλλά όχι αποτελεσματικός, διαισθητικός αλλά όχι προνοητικός.

Η αντιστροφή-αποδόμηση του προτύπου του Σαμουράι, το οποίο αποτυπώνεται σε πολύ επιτυχημένες κινηματογραφικές δημιουργίες, πάσχει από σεναριακές αφέλειες και λάθη στο κάστιγκ, αλλά μας παρουσιάζει έναν ήρωα πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Ο εκτελεστής, θέλοντας να ξεφύγει από τη μοίρα του, έρχεται όλο και πιο κοντά σε αυτή. Αν παρέμενε πιστός στις αρχές του «επαγγέλματός» του, αν έθετε την ατομική του επιβίωση πριν και πάνω από όλα κι όλους, ίσως στο τέλος να σωζόταν (όχι με τη θρησκευτική έννοια του όρου).

Το να αφαιρεί κανείς ανθρώπινες ζωές, σημαίνει και συνεπάγεται ότι παύει να έχει υπόσταση ο ίδιος, ότι μετατρέπεται σε ένα περιφερόμενο φάντασμα με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αν θελήσει να την επανακτήσει, ορμώμενος από την επιθυμία της διάρκειας (της ευτυχίας), θα απολέσει και το βιολογικό του εαυτό. Από ένα σημείο και μετά, δεν υπάρχει επιστροφή.

17 Οκτ 2010

Io sono l’amore-Ο έρωτας ως αρχή της απροσδιοριστίας

Ελαφρώς ανομοιογενής, η ταινία Είμαι ο Έρωτας του ιταλού Luca Guadagnino εμφανίζει παρόλα αυτά ενδιαφέρον. Η ταινία δομείται σε δύο επίπεδα «βλέμματος». Ο σκηνοθέτης υιοθετεί μια αντικειμενική-στα όρια της ψυχρής θα έλεγε κανείς-οπτική, όταν εισάγει απρόσκλητος την κάμερά του στο σπίτι των πλούσιων αστών. Με λεπτολόγο, κοινωνιολογικού τύπου, ακρίβεια μας παραδίδει το πορτρέτο μιας αστικής οικογένειας υπό την αρχηγία και καθοδήγηση του πατριάρχη-θεμελιωτή της τεράστιας περιουσίας. Η οικογενειακή γιορτή υπόκειται σε ένα αυστηρό τελετουργικό, που επαναλαμβάνεται σε συνθήκες μαζικής δημοκρατίας και παγκοσμιοποίησης, αντανακλώντας μια παγιωμένη και ξεπερασμένη από τα πράγματα ιεραρχία. Ο χρόνος τρέχει, ενώ τίποτα «θερμό», ασταθές δεν παράγεται εντός του περιφραγμένου κύκλου. Το σήμερα καθορίζεται απόλυτα από το χτες και το αύριο θεωρείται εκ των προτέρων γνωστό, δεδομένο.

Μετά από τη (δεύτερη) απρόσκλητη εισβολή ενός ξένου στοιχείου στην έπαυλη, η αφήγηση παρατά ολοσχερώς το αντικειμενικό βλέμμα και ταυτίζεται με την ηρωίδα-μητέρα ρωσικής καταγωγής, η οποία απεγκλωβίζεται ταχύτατα από το πνιγηρό, οικ(ογενε)ιακό πλαίσιο. Ο σκηνοθέτης ταυτίζεται με την ηρωίδα, «κολλώντας» την κάμερα στο δέρμα της κι ανοίγοντας διάπλατα το κλείστρο στο φως. Η έξοδός της στον κόσμο συνοδεύεται από αναζήτηση, εκκοινωνισμό, αυθυπέρβαση. Η πόλη αποκτά αρχιτεκτονικό νόημα, η φύση παύει να αποτελεί απλά αντικείμενο ζωγραφικής απεικόνισης και συμμετέχει ενεργά στην ανά(σ)ταση ψυχής και σώματος. Ανοίγεται στο πουθενά μια τεράστια χοάνη, που καταπίνοντας πρόσκαιρα την πρωταγωνίστρια, την ξεβράζει αναγεννημένη. Ο Έρωτας είναι ένα ιλιγγιώδες κενό, που ωθεί προς το άγνωστο, αναβαπτίζοντας ταυτόχρονα τις αισθήσεις.

Όταν κάποια στιγμή συναντιούνται οι δύο κόσμοι-διαστάσεις, δεν μπορεί παρά να παραμονεύει ο θάνατος. Κι αυτό γιατί από τη σύγκρουση κοινωνικής ακινησίας κι αισθητηριακής κίνησης νικήτρια βγαίνει πάντα η δεύτερη. Πρόκειται για κοσμολογική σταθερά. Γιατί ωστόσο τη λύση να δίνει ο θάνατος; Διότι μετά από την εισβολή του τυχαίου στο προστατευμένο όλα πλέον είναι πιθανά και τίποτα δεν πρέπει να μας εκπλήσσει πραγματικά. Τα εμπόδια που ορθώνονται στον Έρωτα είναι πολύ αδύναμα, και συντρίβονται από τη θυελλώδη δύναμη και ορμή Του, ανεξάρτητα και πέρα από τις ατομικές βουλήσεις.