21 Νοε 2010

Μαχαιροβγάλτης-Η κόλαση είμαστε εμείς οι ίδιοι

Εν μέσω της οξύτερης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης των τελευταίων χρόνων, ο Ελληνοκύπριος σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης μας παραδίδει τον Μαχαιροβγάλτη, την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Σπιρτόκουτο» και την «Ψυχή στο Στόμα». Η πορεία που έχει διαγράψει στο κινηματογραφικό στερέωμα με το έργο του ο Οικονομίδης είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Με λίγα μέσα και σταθερούς κατά βάση συνεργάτες, ανατέμνει τα μεσαία και κυρίως τα κατώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, με θάρρος και πυγμή που εκπλήσσουν.

Με την κάμερά του βιδωμένη στο έδαφος, ο Οικονομίδης περιγράφει μια προ-συμβολαιοκρατική, χομπσιανών (πόλεμος όλων εναντίον όλων) αποχρώσεων κοινωνία, όπου οι θεσμοί συμβολικά, αλλά και φυσικά-παραστατικά είναι παντελώς απόντες. Υπάρχουν αποκλειστικά μονάδες. Γενικότερα σύνολα, υπέρτερες αξίες, ομάδες-έστω συμφερόντων- απλά απουσιάζουν από το καλλιτεχνικό σύμπαν του Οικονομίδη. Θρησκεία, πατρίδα, δικαιοσύνη, αστυνομία έχουν πεθάνει ή δεν υπήρξαν ποτέ. Η οικογένεια μονάχα λειτουργεί υποτυπωδώς, από κεκτημένη ταχύτητα. Ουσιαστικά έχει διαλυθεί προ πολλού σε μικρά κομμάτια, και τα πρώην μέλη της στρέφουν την οργή τους σε αυτούς που κάποτε λειτουργούσαν ως ομπρέλα προστασίας.

Οι συναντήσεις των χαρακτήρων εκτός οικιακού κύκλου, εκ των πραγμάτων πρόσκαιρες, περιγράφονται ως βουβές, α-νόητες συναθροίσεις. Οι ήρωες δεν διαλέγουν τίποτε «αυθεντικά». Στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν ούτε καν τις τυπικές εκείνες επιλογές που θα τους εγγυόταν μια φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως χαρακτηρίζεται το πολίτευμά μας. Ο κύκλος της καθημερινότητας σημαδεύεται από τις –σεξουαλικές- κυρίως ανάγκες, που επιμένουν να αναδεικνύονται μεγαλοφώνως.

Γενικότερα, οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι αυστηρά εξουσιαστικές. Στον Οικονομίδη η εξουσία του άλλου θέτει τα απώτατα όρια, στα οποία ο κυριαρχούμενος υποτάσσει οικειοθελώς την οργή του και την αγανάκτησή του. Οι καταπιεζόμενοι σιγοβράζουν, συγκρατώντας σε μη βίαια επίπεδα την εσωτερική τους ένταση, με αποτέλεσμα ο θεατής να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή την έκρηξη. Ωστόσο, σε μια προοπτική απελπισίας, ή ακόμα και μηδενισμού, η συσσωρευμένη αδικία και καταπίεση δεν εκφράζονται ποτέ με «υγιείς» τρόπους, μέσω διαμαρτυρίας ή εξέγερσης κατά του συστήματος αφεαυτού, αλλά ξεσπούν με φονική ορμή κατά του ενσώματου φορέα της εξουσίας.

Κινηματογραφικά, ο Μαχαιροβγάλτης διέπεται από μια εξαιρετική πρόνοια για το κάδρο που θυμίζει Αγγελόπουλο, ιδίως όσον αφορά στα πλάνα της επαρχίας. Ο Οικονομίδης μοιάζει να εγκαταλείπει τον υπέρτατο ρεαλισμό, που άγγιζε το όριο του υπερρεαλισμού, στις δύο προηγούμενες ταινίες του. Στον Μαχαιροβγάλτη, οι υπερρεαλιστικές δόσεις εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο εμβόλιμες και το ρεαλισμό διαδέχεται ο νατουραλισμός των τοπίων και των σωμάτων. Η καταστροφή του φυσικού τοπίου κι ο κατακερματισμός του αστικού ιστού, κατανέμουν τα άτομα σε απομονωμένες ολιγομελείς οικογενειακές μονάδες, επιτείνοντας την άχαρη πλήξη και βαθαίνοντας τη μοναξιά.

Ο Οικονομίδης, παρόλο που φαίνεται να συμπαθεί τους ήρωές του, εναποθέτει σε αυτούς την ψυχρή ματιά του Χάνεκε, αποζητώντας αταλάντευτα να αναδείξει την αλήθεια πίσω από τις δημόσιες παραστάσεις, να σπάσει την κρούστα της επιφανειακής ευτυχίας, να κρούσει εντέλει τον κώδωνα του κινδύνου. Η επανάληψη, η απουσία νοήματος, η βλακεία, αποτελούν τις σταθερές μιας κοινωνίας που βαυκαλίζεται ως προνομιούχα κι ένδοξη, αλλά κρύβει την εμφύλια κόλαση μέσα της.