Το Public Enemies, τελευταία ταινία του αμερικανού σκηνοθέτη Μάικλ Μαν (Ο τελευταίος των Μοϊκανών, Ένταση, The Insider, Άλι, Miami Vice), αναφέρεται στα έργα και ημέρες του διάσημου ληστή τραπεζών Τζον Ντίλιντζερ. Πνεύμα αντισυμβατικό, μποέμ χαρακτήρας και γεννημένος ηγέτης, ο Ντίλιντζερ δολοφονήθηκε εν ψυχρώ και πισώπλατα από το FBI έξω από ένα κινηματογράφο, αφού μάλιστα είχε μόλις παρακολουθήσει την προβολή μιας γκανγκστερικής ταινίας.
Ο Μαν κάνει ένα οξυδερκές σχόλιο για τις συνθήκες ανάδυσης της «κοινωνίας του θεάματος» και οι «Δημόσιοι Εχθροί» του πρέπει να διαβαστούν παραλλήλως με τις ταινίες «Θα χυθεί αίμα» και «Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από το δειλό Ρόμπερτ Φορντ». Για τον Μαν ο κόσμος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα, των οποίων οι εκπρόσωποι σπάνια συναντιούνται. Οι «κακοί» έχουν την εκ των προτέρων αποδοχή και συμπάθεια του κόσμου, ενώ οι κρατικοί θεσμοί επιβολής της τάξης πρέπει συνεχώς να αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα και κατά συνέπεια τη χρησιμότητά τους.
Δεδομένου ότι ανά τους αιώνες οι αστυνομικοί αντί-δρουν και δεν δρουν, δεν αποφασίζουν, δεν σχεδιάζουν και δεν παράγουν, βρίσκονται φύσει και θέσει πάντα ένα βήμα πίσω από τους πιο εφευρετικούς εκ των καταδιωκομένων. Ο Μαν δείχνει στην ταινία του ότι για να καλύψουν το μειονέκτημα αυτό, οι πράκτορες εκβιάζουν, απειλούν, βασανίζουν και γενικά δεν ορρωδούν προ ουδενός, κατά το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Η ανομιμοποίητη βία αντιπαρατίθεται στην ωμή εγκληματικότητα.
Στους «Δημόσιους Εχθρούς» ο Μαν αποκαλύπτει την πλήρη συστοιχία του παιχνιδιού. Καθότι ο Ντίλιντζερ έχει κερδίσει τη λαϊκή συμπάθεια, μετατρεπόμενος περίπου σε είδωλο των μαζών τον καιρό του μεγάλου κραχ, τα όργανα της τάξης πρέπει να απαντήσουν στο ίδιο επίπεδο, αναδεικνύοντας κυνηγούς κεφαλιών και ικανούς διώκτες που αναλαμβάνουν την εικονική, και διαμέσου του τύπου, αντιπαράθεση με τις κορυφές του εγκλήματος. Η αστυνομία παύει να είναι απρόσωπη και επιζητά πρόσβαση στους δημοσιογράφους και στα ΜΜΕ. Μια επικίνδυνη παρτίδα κερδισμένων-χαμένων εντυπώσεων ανοίγει και δεν ξανακλείνει έκτοτε.
Ο καλλιτέχνης Μαν κλίνει προς το μέρος των ληστών, παραδεχόμενος ωστόσο ότι δύσκολα θα βγαίνουν πλέον κερδισμένοι. Ξοδεύοντας εκατομμύρια δολάρια σε εξοπλισμό και ανάπτυξη τεχνολογικών μέσων, οι διωκτικές αρχές εκσυγχρονίζονται και αυτονομούνται από οποιοδήποτε δημοκρατικό έλεγχο, αποκτώντας πολύτιμα όπλα στη μάχη έναντι του εγκληματία. Βεβαίως οι γενεσιουργοί λόγοι του εγκλήματος δεν απαλείφονται. Η εξειδίκευση και η εκλέπτυνση των μεθόδων καταστολής αποτελεί την άλλη όψη της αδυναμίας της κοινωνίας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις οικονομικές αιτίες που ευνοούν ή και προκαλούν την εγκληματική δραστηριότητα.
Το πλέον ωστόσο εντυπωσιακό στοιχείο της δράσης του Ντίλιντζερ είναι η ομοιότητα που έχει ο αμερικάνος γκάνγκστερ στο στυλ, στο χαρακτήρα και στις πρακτικές με έναν άλλο «Δημόσιο Εχθρό», τον γάλλο Ζακ Μερίν, στον οποίο αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ανάρτηση, επ’ευκαιρίας της πρόσφατης ταινίας για τη ζωή του. Όπως ο Μερίν, έτσι και ο Ντίλιντζερ ζει με ένταση, κλέβει τράπεζες, εισβάλλει στις φυλακές για να απελευθερώσει τους συντρόφους του στο έγκλημα, αποδρά θεαματικά από υψίστης ασφαλείας χώρους κράτησης, επισκέπτεται τα αστυνομικά τμήματα μεταμφιεσμένος και πέφτει νεκρός υπό τα πυρά μονάδας καταδίωξης που έχει συσταθεί ειδικά για αυτόν. Οι αναλογίες στις ζωές των δύο κακοποιών είναι συγκλονιστικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου