2 Οκτ 2007

Το φως γεννιέται από το σκοτάδι

Το να επιχειρήσει να αποκωδικοποιήσει κανείς το τελευταίο καλλιτεχνικό πόνημα του αμερικανού σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λιντς αποτελεί ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Όχι τόσο γιατί το φιλμ του είναι ηθελημένα ακατανόητο, αλλά διότι κατά πάσα πιθανότητα η ανάλυσή του προϋποθέτει μια βαθιά γνώση των προηγούμενων έργων του Λιντς για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, των ζωγραφικών πινάκων του, καθώς και μια ανάγνωση καρέ-καρέ του ίδιου του Inland Empire. Μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε ίσως στην κατάφαση μιας εσωτερικής λογικής και ενός στέρεου αφηγηματικού πυρήνα, αλλά θα υπέσκαπτε το βασικό ατού των ταινιών του Λιντς: μιας αδιαμφισβήτητης γοητείας που ασκεί ο ιδιαίτερος τρόπος κινηματογράφησης της σκοτεινής πλευράς των πραγμάτων. Έχοντας δει το Inland Empire μονάχα μια φορά, θα δοκιμάσω να αναπτύξω τις απόψεις μου για την ταινία, παίρνοντας παράλληλα το ρίσκο να τοποθετηθώ στον αντίποδα των προθέσεων του σκηνοθέτη.

Το γεγονός ότι ένα φιλμ περιπλανιέται στους μαιάνδρους της ανθρώπινης κατάστασης δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να ξεμπλέξουμε τον αφηγηματικό του μίτο. Η απουσία γραμμικής αφήγησης, οι μεταπτώσεις στο χώρο και στο χρόνο αποτελούν (πλέον) κοινό τόπο του σύγχρονου κινηματογράφου. Μετά το «Πέρυσι στο Μαρίενμπατ» του Ρενέ, τις ταινίες του Γκοντάρ, αλλά και στις πιο πρόσφατες προσπελάσιμες ταινίες που υπερβαίνουν ή καταλύουν τα χωροχρονικά τείχη, ο σύγχρονος θεατής έχει συνηθίσει να μεταφέρεται από το «παρελθόν» στο «παρόν», στο «μέλλον» και τούμπαλιν. Ο χρόνος είναι το πιο εύπλαστο «αντικείμενο» για έναν σκηνοθέτη. Υπάρχει ταινία μαζικής κατανάλωσης στην οποία ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να αποτρέψει την εξαφάνιση του εαυτού του πριν καν γεννηθεί! Απλώς ο Λιντς οδηγεί αυτή τη λογική στα άκρα, θέτοντας το όνειρο και εν γένει την ονειρική διάσταση στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Παρόλο που οι τεχνικές δυσκολίες και οι οικονομικές απαιτήσεις του λεγόμενου καλλιτεχνικού κινηματογράφου ενδέχεται να αποτελέσουν απροσπέλαστα εμπόδια για ένα σκηνοθέτη με τις φιλοδοξίες του Λιντς, ο ίδιος έχει κατακτήσει μια ελευθερία που του επιτρέπει να κάνει ουσιαστικά ό,τι θέλει. Άλλως πως, έχει «κάνει το όνειρό του πραγματικότητα»!

Προκειμένου να φέρει εις πέρας αυτό το εγχείρημα, ανατρέχει στον Μπουνιουέλ και στο σουρεαλιστικό κίνημα, στον Κιούμπρικ και στο σύγχρονο γιαπωνέζικο σινεμά. Η ενσωμάτωση και η μίμηση ετερόκλητων μοτίβων, συνοδεύεται παράλληλα από μια συνειδητή προσπάθεια δημιουργίας αυτού του κινηματογραφικού λεξιλογίου που θα επιτρέψει τη μετουσίωση στο σελιλόιντ των λιντσικών ιδεών. Ο Λιντς πειραματίζεται δηλαδή τεχνολογικά, με σκοπό να βρει το αρμόζον στυλ και τόνο για να επικοινωνήσει στο θεατή, πέρα από μια ατμόσφαιρα, τις σκέψεις και τα οράματά του. Επιδιώκει την ταύτιση μορφής και περιεχομένου. Το περιεχόμενο πιθανότατα προηγείται των μορφικών εργαλείων. Από αυτή την άποψη, ίσως ξετυλίγεται μια νέα φάση στην καλλιτεχνική πορεία του Λιντς, που θα οδηγήσει σε καινούριες και πιο ώριμες δημιουργίες.

Έχω την αίσθηση ότι η βασική αντίθεση που κινητοποιεί και διατρέχει το Inland Empire είναι αυτή του φωτός με το σκοτάδι. Το σκοτάδι δε νοείται στον Λιντς ως η απουσία φωτός, αλλά έχει αυταξία, αν μπορούμε να εκφραστούμε με αυτόν τον τρόπο. Το σκοτάδι στον Λιντς μορφοποιείται με αμιγώς κινηματογραφικά μέσα, ως το απολύτως απαραίτητο περιβάλλον για την ευδοκίμηση του φωτός (της τέχνης), αλλά νοείται επίσης και κοινωνικά. Ως προς αυτό το τελευταίο σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λιντς αντιπαραθέτει ξεκάθαρα το γκλαμουράτο, ιλουστρασιόν, «φωτεινό» κόσμο του Χόλιγουντ, με τον κρυφό, ζοφερό, «σκοτεινό» κόσμο της καταπιεστικής και βίαιης καθημερινότητας. Η αντιπαράθεση εξελίσσεται σε αντιστροφή των πόλων. Το Χόλιγουντ είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένο να κρύβει το περιττό, το σοκαριστικό, το χυδαίο, αλλά αυτό επανέρχεται νικηφόρα με τη μορφή γαργαλιστικών λεπτομερειών γύρω από το επουσιώδες και τελικά το άχρηστο. Η κερδοφόρος βιομηχανία των παπαράτσι και των κουτσομπολίστικων εκπομπών και περιοδικών τρέφεται ακριβώς μ'αυτή τη λογική. Αντιθέτως, οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής των «συνηθισμένων» ανθρώπων, τα εκ πρώτης όψεως ασήμαντα περιστατικά, η βία των διαπροσωπικών σχέσεων, κοντολογίς ο ρεαλισμός, τον οποίο αγνοεί ή και αποστρέφεται το Χόλιγουντ, εξορίζονται στη διάσταση του ονείρου, που παρόλη τη μη υλικότητα της, αποκαλύπτει ανάγλυφα, χάρη στον εσωτερικό μηχανισμό της, τα μυστηριώδη βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Όσο πιο «φωτεινός» κάποιος, τόσο πιο επιφανειακός, και το αντίστροφο. Ο Λιντς θεωρεί πιθανώς ότι ο κινηματογράφος, αν καθοδηγείται από το στιβαρό χέρι της ειλικρινούς καλλιτεχνικής αναζήτησης και του πειραματισμού, μπορεί να οδηγήσει στον εξαγνισμό. Αυτή η σκέψη μας μεταφέρει στη δεύτερη βασική παράμετρο της ταινίας που χρήζει σχολιασμού.

«Δι’ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρση». Ο κλασσικός ορισμός της τραγωδίας από τον Αριστοτέλη εστιάζει στο θεατή, ως μέλος μιας δημοκρατικής πολιτείας, που διακατέχεται από συγκεκριμένο ήθος, συμβατό με την κομβική έννοια της ελευθερίας. Ο κινηματογράφος ακινητοποιεί, φυλακίζει μια δια παντός την εικόνα των ηθο-ποιών, των ανθρώπων που διαπλάθουν χαρακτήρα. Υπερνικά ο κινηματογράφος τη φθαρτότητα του χρόνου. Το (κινηματογραφικό) αστέρι είναι υπεράνω μας, αλλά ταυτόχρονα μας ξεπερνά χρονικά, είναι άφθαρτο, σίγουρο και αιώνιο, κατά συνέπεια αμετάβλητο. Η κατάκτηση της αιωνιότητας εκ μέρους των σταρ συνεπάγεται όχι μόνο σοβαρούς περιορισμούς στην καθημερινή τους ζωή, αλλά και την αυτοδέσμευσή τους γύρω από μια κατασκευασμένη εικόνα, που τους στερεί από τη θεμελιώδη, εσωτερική, υπαρξιακού τύπου ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, ο θεατής-καταναλωτής των ταινιών του Χόλιγουντ, «επιλέγει» ποια ταινία θα παρακολουθήσει κατά βάση όχι ελεύθερα, αλλά δεσμευμένα, ανάλογα με τα ονόματα που παίζουν σε αυτή, διότι αναμένει την αναπαραγωγή αυτού που έχει ήδη στο μυαλό του, τη σιγουριά και την ασφάλεια, μέσα στην ουσιαστικά σκοτεινή και άρα απειλητική αίθουσα.

Πόσο μακριά βρισκόμαστε από την εποχή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Οι σταρ ενσταλάζουν ορισμένες δόσεις βεβαιότητας και ακινησίας σε ένα κόσμο, όπου τα πάντα κινούνται ταχύτατα, οι σχέσεις δημιουργούνται για να διαλυθούν αυτόχρημα και η επιστήμη έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια, μετατρεπόμενη σε μια μηχανή παραγωγής ανα-νεούμενων τεχνολογικών επιτευγμάτων. Οι χολιγουντιανές ταινίες κάτω από μια επίφαση ανανέωσης μοιάζουν σε υπερβολικό βαθμό μεταξύ τους δομικά και αισθητικά. Η λογική τους είναι η λογική του εφήμερου (κέρδους). Ο Λιντς επαναφέρει την προβληματική της αβεβαιότητας και του άγνωστου, του έρωτα και της αναζήτησης, στην καρδιά της βιομηχανίας (τί όρος!) του θεάματος. Τα όρια ανάμεσα στην υποκριτική και την πραγματικότητα καταλύονται, δεν υφίστανται καν. Η ηρωίδα, σαν τη Σεβερίν στην «Ωραία της Ημέρας», μετακινείται από την ασφάλεια της υπερπολυτελούς κατοικίας της στη γηραιά και «βρώμικη» Ευρώπη, στο κρυμμένο από την κυρίαρχη αισθητική και επικίνδυνο τμήμα του Λος Άντζελες, προκειμένου να ξανακερδίσει την ελευθερία της, την ηδονή της περιπέτειας, να πετάξει μακριά. Για τον Λιντς, έχω την εντύπωση, αυτό το ταξίδι είναι ένα ταξίδι προς το (ευρωπαϊκό) παρελθόν, το μόνο που θα επιτρέψει στην ηρωίδα να ταυτιστεί με το ρόλο της, να υπερπηδήσει τις –καλλιτεχνικές και μη- συμβάσεις. Το παρελθόν ως καλυμμένη ανάμνηση θα πάψει να επανέρχεται σαν εφιάλτης.

Η ηρωίδα (Λ.Ντερν) θα ελευθερωθεί, με την έννοια ότι θα εκπληρώσει την αποστολή της, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει ως προς το θεατή, ο οποίος, ύστερα από αυτήν τη δύσκολη περιδιάβαση στους δαιδάλους του ανθρώπινου μυαλού, παραμένει μετέωρος. Η αυτοαναφορικότητα του Λιντς αγγίζει επικίνδυνα ύψη. Η ηρωίδα δεν είναι «ζωντανό» πρόσωπο με σάρκα και αίμα, αδυναμίες και πάθη -η μόνιμη έκφραση απορίας στο πρόσωπό της υπονοεί τη φαντασματική προέλευσή της, την αμηχανία της απέναντι σ’ένα κόσμο παντελώς ξένο. Η αντιχολιγουντιανή λογική του Λιντς ξεπερνά τα όριά της. Ο θεατής του κινηματογράφου ταυτίζεται με τους ήρωες στο πανί, τις πιο άπιαστες φιγούρες που έγιναν ποτέ, σε σημείο να θέλει να πετάξει από τις ταράτσες των σπιτιών ή να δολοφονήσει προέδρους χωρών. Ο Λιντς βάζει ένα λαμπερό πρόσωπο να κυλιστεί στη λάσπη της καθημερινότητας για να καταδείξει τη ματαιότητα αυτού του μηχανισμού. Ο,τι έρχεται από το σκοτάδι, είναι αναγκασμένο να γυρίσει σε αυτό. Ναι, αλλά η τέχνη μας παρέχει μικρές φωτεινές στιγμές ανακούφισης. Αυτή είναι κι η παρηγοριά μας. Ο Λιντς μας το οφείλει, τουλάχιστον, αυτό.

2 σχόλια:

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

Δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Εξαιρετικό άρθρο.

Ανώνυμος είπε...

Γιώργο

Συγχαρητήρια για την έναρξη του νέου αυτού blog. Θα το προπαγανδίσω σε 2-3 φίλους/φίλες που ασχολούνται - και σε ερευνητικό επίπεδο - με τον κινηματογράφο.

Δυστυχώς, η δικιά μου κουλτούρα στο επίπεδο των ταινιών περιορίζεται στα καρτούν και σε ταινίες τύπου Godzilla και light θριλεράκια.

Οπότε, εμείς οι trash viewers, επιθυμούμε από σένα κριτικές και για λιγότερο βαριές ταινίες. Πάντως διαβάζοντας το blog σου είμαι σίγουρος ότι θα μπορούμε να κλέψουμε καμιά ατάκα να την πετάξουμε σε κανα μπαρ την ώρα που θα «μιλάμε» για… «κινηματογράφο» - πω πω χρησιμοθηρική αντίληψη!

Εύγε και καλή συνέχεια.