14 Οκτ 2007

Ο φιλελευθερισμός ως εχέγγυο δημοκρατίας

Ο Τζωρτζ Κλούνεϊ είναι καλύτερος σκηνοθέτης απ’ό,τι ηθοποιός. Αυτό δεν συμβαίνει πρώτη φορά στα χρονικά του Χόλιγουντ. Το ίδιο παρατηρείται και με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Συμπτωματικά (;) και οι δύο θεωρούνται πρωτίστως σύμβολα του σεξ, ενώ οι περιορισμένες ερμηνευτικές τους δυνατότητες τίθενται σχεδόν πάντα σε δεύτερο πλάνο. Αυτό φαίνεται ακόμα πιο έντονα αν συγκρίνουμε τις επιδόσεις τους στην ηθοποιία με αυτές στην σκηνοθεσία: η διαφορά είναι χαώδης. Συμπτωματικά (;) και οι δύο είναι στρατευμένοι καλλιτέχνες. Και οι δύο παρεμβαίνουν ποικιλοτρόπως στα κοινά, τόσο με τις ταινίες που σκηνοθετούν όσο και μέσω μιας πολύπτυχης δραστηριότητας που υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο δραστηριοποίησης των καλλιτεχνών εν γένει. Συμπτωματικά (;) και οι δύο έκαναν ταινίες με θέμα την τηλεόραση. Το Quiz show μάλιστα του Ρέντφορντ αναφέρεται σε ένα σκάνδαλο σχετικό με ένα δημοφιλές τηλεπαιχνίδι γνώσεων, ενώ η πρώτη ταινία του Κλούνεϊ περιστρέφεται γύρω από τη διπλή (;) ζωή του επιτυχημένου δημιουργού και παραγωγού τηλεπαιχνιδιών Τσακ Μπάρις.

Και οι δύο λοιπόν έχουν καταλάβει τη φοβερή δύναμη της τηλεόρασης. Και οι δύο παρότι υπηρετούν την κατεξοχήν τέχνη των ψευδαισθήσεων, παίρνουν αποστάσεις από αυτό που θα ονομάζαμε, με απλά λόγια, εξαπάτηση. Η προσπάθεια εξαπάτησης του τηλεοπτικού κοινού βασίζεται γενικά σε ένα παράδοξο: στο παράδοξο της αποδοχής της από τη μεριά του εξαπατημένου, μέσω της τηλεθέασης. Όσο πιο επιτυχημένη είναι η πλάνη τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να προκαλέσει ενδιαφέρον. Ιδίως μάλιστα όταν καλύπτει μια κατά τα άλλα δυσάρεστη πραγματικότητα. Ή όταν ακολουθεί με συνέπεια την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Αντιθέτως, στον κινηματογράφο υπάρχει πάντα η ασφαλιστική δικλείδα της μυθοπλασίας. Στην τηλεόραση όμως; Πώς ξέρει ο τηλεθεατής αν αυτά που διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του είναι ή όχι ζωντανά, είναι ή όχι προσποιητά; Ανήκω σε αυτούς που αισθάνονται μια αλλόκοτη δυσφορία όταν βλέπω ταυτόχρονα τους ίδιους καλεσμένους στα «δελτία ειδήσεων» της ελληνικής τηλεόρασης, σε εκπομπές δηλαδή που θα έπρεπε λογικά να μεταδίδονται σε πραγματικό χρόνο. Ποιο από τα κανάλια έχει τους καλεσμένους live; Μήπως κανένα; Υπάρχουν ειδήσεις κονσέρβα; Δεν πρόκειται για μια θεμελιώδης αντίφαση; Κι αν εκείνη τη στιγμή γίνει σεισμός στο στούντιο, τι θα κάνουν άραγε; Θα διακόψουν τη μετάδοση των «ειδήσεων» για να περάσουν στις πραγματικές ειδήσεις; Αυτό πρέπει να επισημανθεί γιατί φυσικά κανένα κανάλι δεν προειδοποιεί ότι τα δικά του παράθυρα είναι κατεψυγμένα και όχι φρέσκα. Αν κάποιος μάλιστα δεν κάνει ζάπινγκ μένει με την εντύπωση ότι αυτό που παρακολουθεί είναι «ζωντανότατο».

Για να επιστρέψουμε τώρα στο «Καληνύχτα…». Είναι ενδιαφέρον ότι τους πιο γόνιμους προβληματισμούς μου τους προκάλεσαν δύο στοχαστές από την Ιταλία, τη χώρα του μπερλουσκονισμού. Ο φιλόσοφος Νορμπέρτο Μπόμπιο ανέφερε κάποτε ότι η τηλεόραση είναι εκ φύσεως «δεξιά». Αγνοώ αν ο Μπόμπιο επέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του σ'αυτή τη γνώμη. Ψάχνοντας λιγάκι στη βιβλιοθήκη μου, έπεσα πάνω στο βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, 'Κήνσορες και Θεράποντες' (Εκδ. «Γνώση», 1990). Είναι αξιοσημείωτο ότι και τα δύο περιστατικά που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία αφενός του Quiz Show και αφετέρου του «Καληνύχτα…», περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο που αφιερώνεται στην τηλεόραση. Σχετικά με την περίπτωση Μακάρθι που μας ενδιαφέρει πιο άμεσα, ο Έκο παραπέμπει στο βιβλίο του Τ.Μανούτσι, 'Ο ανελεύθερος θεατής'. Σύμφωνα με τον Έκο, ο Μανούτσι κάνει μία παρατήρηση ιδιαίτερα κατάλληλη προκειμένου να αναστατώσει τους μανιχαϊστές και τους υποστηρικτές της ανεπανόρθωτης αρνητικότητας του μέσου: ακριβώς από το πιο ισχυρό όργανο «μαζικοποίησης» και ηθικής άμβλυνσης, προήλθαν τα ισχυρότερα κίνητρα για την κατανόηση και την καταδίκη του δημαγωγικού μηχανισμού.

Κάποιος όμως πήρε την απόφαση για την προβολή των ανακριτών και των παρανοϊκών τους κατηγοριών. Κάποιος στάθηκε πάνω από τις περιστάσεις, πήγε ενάντια στο ρεύμα. Ο Κλούνεϊ δεν μας παρουσιάζει τον τηλεοπτικό σταθμό ως ένα μαχητή της ελευθερίας, αλλά ως ένα πεδίο αντιπαράθεσης όπου τίποτα δεν είναι εκ των προτέρων «κερδισμένο». Αλλά κυρίως η πιστή ανασύσταση της εποχής και των γεγονότων επιτρέπει την υποστασιοποίηση των παραμέτρων της διαμάχης ανάμεσα στο δημοσιογράφο και τον Μακάρθι (αν και ίσως δεν είναι απολύτως ορθός ο όρος διαμάχη, αφού κατ’ουσίαν δεν ανταλλάσουν κουβέντα). Αφαιρώντας τα περιττά φτειασίδια, και διηγούμενος γυμνά αλλά λεπτομερώς τα διαδοχικά επεισόδια της σύγκρουσης, ο Κλούνεϊ γενικεύει χωρίς να δημαγωγεί. Ο δημοκρατικός μεσσιανισμός θρησκευτικού τύπου αποτελεί κυρίαρχο τμήμα της αμερικάνικης «κληρονομιάς». Αντίθετα με την Ευρώπη, στην Αμερική ποτέ δεν άκμασε το κομμουνιστικό κόμμα σε βαθμό που να καταστεί επικίνδυνο για την εσωτερική «τάξη». Συνειδητοποιώντας σταδιακά ότι έχει κληθεί να διαδραματίσει σε παγκόσμιο επίπεδο ένα ρόλο, που δεν επεδίωξε, η Αμερική δέχεται εκ των πραγμάτων και χωρίς σοβαρές επιφυλάξεις τη μεταφορά της διαμάχης με τον εξωτερικό εχθρό στο εσωτερικό της. Ο φόβος για καθετί μη αμερικάνικο, εξυπηρετεί όσους αναζητούν να νομιμοποιήσουν στα μάτια του λαού τις παρεμβάσεις της Αμερικής στο εξωτερικό.

Κάπου την έχουμε ξανακούσει αυτή την ιστορία έτσι; Οι αναλογίες με το σήμερα είναι ορατές, και ο Κλούνεϊ μας το δείχνει ποικιλοτρόπως στην ταινία του. Ο Μακάρθι υπερασπίζεται με παράλογο και επικίνδυνο τρόπο τις βασικές αξίες του αμερικάνικου έθνους: δημοκρατία, ελευθερία, ατομική ιδιοκτησία. Ο Κλούνεϊ δεν στρέφεται κατά αυτών των αξιών, έναντι των οποίων διάκειται θετικά. Όμως αντιπαρατάσσει στον αξιακό φονταμενταλισμό (ο όρος χρησιμοποιείται με κάποια επιφύλαξη) του Μακάρθι έναν οικουμενισμό άλλης τάξεως, το φιλελευθερισμό. Σχετικά, βρίσκω πολύ κοντινές στη λογική του Μόροου και κατ’επέκταση του Κλούνεϊ τις παρατηρήσεις του γάλλου φιλοσόφου Μ.Μερλό-Ποντί για τον Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του οι 'Περιπέτειες της Διαλεκτικής': «Ο φιλελευθερισμός του είναι μαχητικός, ακόμα και βασανιστικός, ηρωικός, αναγνωρίζει δηλαδή το δικαίωμα των αντιπάλων του, δεν δέχεται να τους μισήσει, δεν αποφεύγει τη σύγκρουση μαζί τους, και στηρίζεται, για να τους αποδυναμώσει, μόνο στις αντιφάσεις τους και στη συζήτηση που τις αποκαλύπτει. Τον εθνικισμό, τον κομμουνισμό, τον πασιφισμό, που απορρίπτει, δεν επιθυμεί να τους θέσει εκτός νόμου, δεν παραιτείται από την προσπάθεια κατανόησής τους».

Δεν ξέρω αν μας ικανοποιεί απόλυτα αυτή η στάση. Σε κλίμα όμως φόβου και υστερίας είναι η μόνη που επιτρέπει να υπάρξουν τα εχέγγυα ενός σοβαρού διαλόγου για την έξοδο από την κρίση.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μάλλον αδίκησα το blog αυτό με το πρώτο μου σχόλιο - και απολογούμαι για αυτό - έχοντας απλά την αίσθηση πως θα πρόκειται για απλές κριτικές ταινιών. Και αυτό διότι με το αμέσως επόμενο post επιβεβαίωσες στο έπακρο την πρόθεσή σου όπως γράφεις «οι ταινίες να αποτελέσουν απλώς το έναυσμα για ευρύτερες συζητήσεις».

Ειδικότερα λοιπόν για το post αυτό δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ο όρος αξιακός φονταμενταλισμός, με βρίσκει εξαιρετικά σύμφωνο στη βάση του ότι ο φονταμενταλισμός νοούμενος ως ένα φαινόμενο της νεωτερικότητας επεκτείνεται ως λογική και αξία σε συμπεριφορές που αφορούν το σύνολο της κοινωνικής ζωής.

Δεύτερον, ορθά νομίζω το ζήτημα της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού τίθεται - ή έστω έτσι το αντιλαμβάνομαι ότι υπονοείται - υπό το διαλεκτικό πρίσμα νομιμοποίησης και λογοδοσίας. Η αμερικανική δημοκρατία αυτό-νομιμοποιήθηκε εν τέλει μέσω των αξιών του φιλελευθερισμού και ο αμερικανικός κινηματογράφος λογοδοτεί αντ’ αυτής.

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

Αγαπητέ Ευάγγελε σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Ο αποικισμός του βιόκοσμου από το φονταμενταλισμό θα ήταν μια ενδιαφέρουσα επέκταση της προβληματικής του Χάμπερμας, μόνο που το εγχείρημα με ξεπερνάει. Όσο για το αμερικάνικο σύστημα αξιών, αυτό στηρίζεται στον ατομικισμό, τον οποίο ωθεί μέχρι τις απώτατές του συνέπειες : τον πλήρη διαχωρισμό από τη φύση νοούμενη κανονιστικά. Η εντυπωσιακή επιστροφή του θρησκευτικού στοιχείου στα πράγματα ίσως ν'απορρέει απ'αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια εύρεσης ενός "θεμελίου".

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

Και για να παινέψουμε (λίγο ακόμα) τον σκηνοθέτη Κλούνεϋ, η επιλογή του ασπρόμαυρου, η παντελής απουσία σεξουαλικών αναφορών ή υπονοούμενων, η λεπτοδουλειά της ανάπτυξης των χαρακτήρων (εγχείρημα ακόμα πιο δύσκολο μιας και οι χαρακτήρες είναι υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα και άρα ήδη γνωστοί), τα κοντινά πλάνα και τόσα πολλά άλλα τα οποία τώρα μου διαφέυγουν, καταδεικνύουν ότι το Τζώρτζ δεν τον νοιάζει ούτε να είναι εμπορικός, ούτε να κόψει εισητήρια, ούτε να χαιδέψει τα αυτιά και τα μάτια του κοινού του. Ξέρει τι θέλει να πει, γιατί θέλει να το πει και γιατί πρέπει να το πει και το λέει χωρίς περιστροφές και περιττά λόγια, αλλά με κόπο και επιμονή και αν θέλεις με όραμα για τις δυνατότητες του Χόλυγουντ.