Όταν κάποιος τιμωρείται σε τρυφερή ηλικία βάναυσα και επανειλημμένως χωρίς λόγο, χάνει κάθε αίσθημα ευθύνης, γίνεται με τη σειρά του τιμωρός και βασανιστής αθώων, οι οποίοι βαπτίζονται ανεξέταστα ένοχοι. Όταν κάποιος προκαλεί το Θεό να τον σκοτώσει και Αυτός «αποτυγχάνει», ο παραλίγο αυτόχειρας θεωρεί πλέον τον εαυτό του άτρωτο και αυτοαναγορεύεται Θεός-Τιμωρός. Η απεριόριστη ελευθερία είναι η άλλη όψη της απόλυτης ανευθυνότητας. Το βασικό ζήτημα λοιπόν στον αυστριακό Μίκαελ Χάνεκε είναι η ενοχή. Στον «Κρυμμένο» του εστίαζε στα συμπτώματα και τις εκφάνσεις του ενοχικού συνδρόμου στο πλαίσιο των σύγχρονων δυτικοευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Με τη βραβευμένη στις Κάννες Λευκή Κορδέλα (Χρυσός Φοίνικας) εξετάζει με την ακρίβεια εντομολόγου τις πηγές της ενοχής του δυτικού ανθρώπου.
Στην ταινία, η οποία εξελίσσεται σε ένα χωριό της βόρειας Γερμανίας λίγο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι πάντες εξεγείρονται φανερά, αλλά κυρίως κρυφά, ενάντια στις καταπιεστικές-κυρίαρχες δομές. Η παράδοση αιώνων δέχεται σοβαρά πλήγματα και τα σύμβολα καταρρέουν αργά, αλλά σταθερά. Ο Χάνεκε μας δείχνει πως την κρίσιμη περίοδο πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι θεσμοί στη Γερμανία είχαν απολέσει την όποια νομιμοποιητική τους δύναμη και πως οι φορείς εξουσίας κατέφευγαν πλέον ανενδοίαστα στην απειλή ή τη χρήση βίας για να επιβάλουν την τάξη και να επαναφέρουν την ειρήνη. Ματαίως ωστόσο. Η καταστροφή καθιερώθηκε ως η πιο θελκτική απάντηση σε βαθύτατα κοινωνικά προβλήματα και πιεστικές προκλήσεις.
Μέσω μιας δαντελένιας σκηνοθεσίας, αναδεικνύοντας ένα πολύπλοκο σχήμα επάλληλων βιοτικών κύκλων με κοινό σημείο αναφοράς την εκκλησία, ο Χάνεκε μας δείχνει πως ο ναζισμός κάλυψε στην ουσία ένα τεράστιο θεσμικό και σημασιακό κενό.
Στην ταινία, η οποία εξελίσσεται σε ένα χωριό της βόρειας Γερμανίας λίγο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι πάντες εξεγείρονται φανερά, αλλά κυρίως κρυφά, ενάντια στις καταπιεστικές-κυρίαρχες δομές. Η παράδοση αιώνων δέχεται σοβαρά πλήγματα και τα σύμβολα καταρρέουν αργά, αλλά σταθερά. Ο Χάνεκε μας δείχνει πως την κρίσιμη περίοδο πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι θεσμοί στη Γερμανία είχαν απολέσει την όποια νομιμοποιητική τους δύναμη και πως οι φορείς εξουσίας κατέφευγαν πλέον ανενδοίαστα στην απειλή ή τη χρήση βίας για να επιβάλουν την τάξη και να επαναφέρουν την ειρήνη. Ματαίως ωστόσο. Η καταστροφή καθιερώθηκε ως η πιο θελκτική απάντηση σε βαθύτατα κοινωνικά προβλήματα και πιεστικές προκλήσεις.
Μέσω μιας δαντελένιας σκηνοθεσίας, αναδεικνύοντας ένα πολύπλοκο σχήμα επάλληλων βιοτικών κύκλων με κοινό σημείο αναφοράς την εκκλησία, ο Χάνεκε μας δείχνει πως ο ναζισμός κάλυψε στην ουσία ένα τεράστιο θεσμικό και σημασιακό κενό.
2 σχόλια:
Η δική μου παρατήρηση είναι η παντελής έλλειψη "σασπένς"που υποβοηθείτο από την έλλειψη μουσικής και χρώματος. Απόδειξη πως οι μεγάλες αλήθειες μπορούν να διατυπωθούν καλύτερα αποστασιοποιημένα με την μπρεχτική παράδοση γιατί έτσι ο θεατής δεν φορτίζεται ταυτιζόμενος με μία πλευρά και συμμετέχει ουσιαστικότερα αφού μπαίνει και στις δύο θέσεις θύτη-θύματος. Και σημασία δεν έχει μετά το ποιός έκανε κάτιαλλά η συνθήκη που τον οδήγησε. Εξαιρετική ταινία,
Αρκεί η αποσταστιοποίηση να μην καταντά ψυχρότητα. Κατά τα άλλα συμφωνώ με αυτά που γράφεις. Ο Χάνεκε δείχνει πρωτοφανή αδιαφορία για τον θύτη ως πρόσωπο, ξεχωριστό υποκείμενο.
Δημοσίευση σχολίου