6 Δεκ 2008

Το πορτρέτο μιας κατακερματισμένης κοινωνίας

Το γαλλικό φιλμ Entre les murs (Ανάμεσα στους τοίχους) του Laurent Cantet κέρδισε το χρυσό φοίνικα στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών. Κατά τη διάρκειά του συμπυκνώνεται η σχολική χρονιά μιας τάξης του γυμνασίου σε ένα σχολείο του Παρισιού. Κεντρικό πρόσωπο, ως πρωταγωνιστής, σεναριογράφος και συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου στο οποίο βασίζεται η ταινία, οπότε κατ’ουσίαν συν-δημιουργός, είναι ο γάλλος καθηγητής François Bégaudeau. Ο Bégaudeau καταθέτει φυσικά την προσωπική του εμπειρία ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Είναι επομένως θεμιτό να διακρίνουμε τρία επίπεδα στη δημιουργία της ταινίας:

-το προσωπικό-εμπειρικό στοιχείο από το οποίο αντλείται το πρωτογενές υλικό. Το στοιχείο αυτό προσδίδει μια αφηγηματική στερεότητα στην ταινία, καθιστώντας την απολύτως αληθοφανή ως προς το είδος των γεγονότων και των καταστάσεων που διαδραματίζονται σε ένα σχολείο της γαλλικής πρωτεύουσας.
-το δραματουργικό υλικό, ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνονται όσα παρακολουθούμε στη μεγάλη οθόνη. Κανένα βιβλίο, όσο ρεαλιστικό ή περιγραφικό και να είναι δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιο στην οθόνη. Αναγκαστικά, μόνο ψήγματα του εν λόγω βιβλίου εμφανίζονται, καθόσον οι δημιουργοί είναι υποχρεωμένοι να επιλέξουν μέρη του.
-το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο που προσδίδει μια ισχυρή αίσθηση ντοκιμαντέρ στην ταινία, στο βαθμό που η σκηνοθεσία έχει αφαιρέσει κάθε ψιμύθιο ή υποψία υποκριτικής ή δουλειάς πάνω σε ηθοποιούς. Το γεγονός αυτό είναι φανερό κυρίως όσον αφορά στους μαθητές της τάξης, των οποίων οι κινήσεις, μορφασμοί, εκφορά λόγου και τόνος φωνής έχουν συγκλονιστική φυσικότητα.
Τα τρία επίπεδα συμπλέκονται με τέτοια μαεστρία, ώστε να διατηρούνται άθικτες και να ανανεώνονται η φρεσκάδα και η αμεσότητα της αρχικής εμπειρίας.

Ο σκηνοθέτης δεν τοποθέτησε μια κρυφή κάμερα σε μια τάξη του σύγχρονου γαλλικού σχολείου. Επειδή ακριβώς δημιουργείται αυτή η εντύπωση, η ταινία του θα θεωρείται μελλοντικά ως κορυφαίο πολιτιστικό επίτευγμα της γαλλικής -κι όχι μόνο- παραγωγής. Η ταινία αποτελεί ωστόσο κάτι παραπάνω από σκηνοθετικό άθλο : καταδεικνύει γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται ο καθρέφτης της ευρύτερης κοινωνίας. Η διαστρωμάτωση της γαλλικής κοινωνίας, το πολιτιστικό φορτίο που κουβαλά μαζί με την τσάντα του κάθε μαθητής, μεταφέρονται αυτούσια στη σχολική αίθουσα. Τότε είναι που η ταινία αποκτά διαστάσεις ιστορικού ντοκουμέντου. Η γαλλική κοινωνία, τουλάχιστον στην περίμετρο της πρωτεύουσας, έχει πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός αυτό λαμβάνεται υπόψη από το εκπαιδευτικό σύστημα, εντός του οποίου κάθε καθηγητής/διευθυντής είναι αναγκασμένος να κινηθεί.

Οι πολιτιστικές προκείμενες του μαθήματος των γαλλικών, όπως ο γραπτός, λογοτεχνίζων λόγος ή η χρησιμοποίηση κλασσικών γαλλικών ονομάτων στα παραδείγματα του καθηγητή τίθενται υπό αμφισβήτηση από τους ίδιους τους μαθητές στη βάση μιας απαίτησης αναγνώρισης και γενικότερων εξισωτικών τάσεων, τις οποίες το ίδιο το σχολείο προωθεί και ευνοεί. Ωστόσο, ο πυρήνας της κοινωνικής διαφοροποίησης δεν μεταβάλλεται. Τα εύπορα γαλλάκια θα πάνε στα «καλά» ιδιωτικά σχολεία, στα οποία υπάρχει έντονη η απαίτηση του σεβασμού των όρων και διαδικασιών αναπαραγωγής του πολιτισμικού κεφαλαίου. Οι «πνευματικές» ελίτ που αποφοιτούν από τα σχολεία αυτά προωθούνται φυσικώ τω τρόπω στις ανώτερες θέσεις των μηχανισμών όχι μόνο εξουσίας αλλά και αντιπροσώπευσης.

Αντιθέτως, στους τέσσερις τοίχους της τάξης της ταινίας μας, ο καθηγητής αποτελεί τον κατεξοχήν εκπρόσωπο ενός πλέγματος συμβολικής εξουσίας, τον οποίο οι μαθητές αμφισβητούν διαρκώς, τόσο ως προς τις παιδαγωγικές μεθόδους ως και προς το περιεχόμενο του μαθήματος. Στη βάση αυτή, ο καθηγητής αμύνεται απέναντι στις αμφισβητήσεις και επιθέσεις μ'έντονη ειρωνική διάθεση, φτάνοντας μέχρι το σημείο να εξυβρίσει δύο μαθήτριες. Η ενσωμάτωση των ελαττωμάτων και αδυναμιών του καθηγητικού προσωπικού στην ταινία συμβαδίζει με το γενικότερο αντι-αυταρχικό πνεύμα της ή καλύτερα στρέφεται ενάντια στη λογική της ύπαρξης δομών, κανόνων, ακόμα και θεσμών, που αρκετοί θα προέκριναν ως απολύτως απαραίτητους για την ομαλή μετάδοση των γνώσεων. Οι δύο δημιουργοί της ταινίας θεωρούν ότι ο αυτοσχεδιασμός ή το παιχνίδι μέσα στην τάξη προωθούν καλύτερα την ευδοκίμηση και αυτό-εκπλήρωση.

Το μάθημα διαρθρώνεται γύρω από έναν ακραίο ατομικισμό. Η βασική εργασία που αναθέτει ο καθηγητής στους μαθητές του είναι η σύνταξη ενός πορτρέτου του εαυτού τους. Η τάξη δηλαδή, ως συλλογικό υποκείμενο προς συγκρότηση, δεν υφίσταται καν. Μια πολιτισμικά κατακερματισμένη κοινωνία δεν επιθυμεί να κινητοποιηθεί στην κατεύθυνση αναζήτησης κοινών κωδικών επικοινωνίας. Ο διάλογος ανάμεσα στους μαθητές δεν προτάσσεται ως πρόγραμμα-πρόταγμα. Στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», διαμορφωνόταν χάρη στην καθηγητική, αθέατη παρότρυνση, μια μικρή κοινότητα ενδιαφερόντων, στην οποία μια κατεξοχήν ατομική δραστηριότητα όπως η ποίηση χρησίμευε ως όχημα για τη σύσφιγξη σχέσεων και τη δημιουργία δεσμών. Στο «Ανάμεσα στους τοίχους» γίνεται φανερό ότι η μηχανή δημιουργίας συλλογικών αναφορών και συμβόλων έχει ακινητοποιηθεί.

Το άτομο ως κανονιστική αρχή και μέτρο των ηθικών κανόνων αποτελεί ιστορική εφεύρεση και κοινωνικό προϊόν. Από την άλλη πλευρά, η εκπαίδευση, ως σύνολο διαδικασιών και κρατικών δομών, αποτελεί, κι αυτή με τη σειρά της, αποκύημα της δραστηριότητας ενός συλλογικά οργανωμένου υποκειμένου. Ωστόσο η σύγκριση είναι άνιση, δεδομένου ότι κάθε άτομο ξεχωριστά δεν αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες και ικανότητές του, αν δεν γνωρίσει/προσεγγίσει το διπλανό του και ευρύτερα την κοινωνία στην οποία ζει. Η δομική αντίφαση επομένως της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, έγκειται σε αυτό το σημείο.

Στην εκπαίδευση ίσως το μέσο καθορίζει και το στόχο! Η εύγλωττη και ανατριχιαστική συνάμα αμηχανία του καθηγητή στην ομολογία μιας μαθήτριας ότι όλη τη χρονιά δεν έμαθε τίποτα αίρει εκ των προτέρων κάθε πιθανή αυταρέσκεια ως προς την ορθότητα των μεθόδων που ακολουθήθηκαν. Μήπως όμως η απουσία κάθε σταθερού σημείου-βεβαιότητας καθιστά εντέλει απρόσφορη την όποια, οσοδήποτε αγνή, εκπαιδευτική προσπάθεια; Μήπως άραγε η ταινία αποτελεί όχημα για έναν ακραίο, εξωτερικού τύπου, σκεπτικισμό και αντί να αξιοποιεί τον αναμφισβήτητο ανθρωπισμό, από τον οποίο τρέφεται, χύνει την καρδάρα με το γάλα;

8 σχόλια:

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

Δύο πράγματα μόνο (αν και κινδυνεύω να πω δέκα μιας που την ταινία αυτή δεν την έχω δει μόνο μία φορά, καθισμένη στα αναπαυτικά καθίσματα της λουξ αίθουσας του Mk2, παρά την έχω ζήσει τουλάχιστον μερικές δεκάδες φορές, όρθια από την έδρα ενός φοιτητικού αμφιθεάτρου ενός επαρχιακού πανεπιστημίου χαμηλών απαιτήσεων και ακόμα χαμηλότερων προσδοκιών):
Σημείο πρώτο: Το Entre les murs είναι μία ταινία γαλλική. Και δε θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά γαλλική. Γαλλική. Σαν ένα κομμάτι Camembert. Βρωμερό και τρισάθλιο στην ουσία του, αλλά με πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
Το Entre les murs δε θα μπορούσε ποτέ να είναι μία ταινία αμερικάνικη. Και εδώ θα πρέπει μάλλον να το συγκρίνουμε περισσότερο με το Dangerous Minds του John Smith, με τη Michèle Pfeiffer στο ρόλο της δασκάλας και όχι με τον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών (αν και πιστεύω ότι κάνεις πολύ καλά που αναφέρεις τον Κύκλο για να καταδειχτεί ότι από τη γαλλική παραγωγή απουσιάζει παντελώς όλη αυτή η παράδοση έργων στο στυλ του Κύκλου ή ακόμα και του πολύ καλού Mona Liza’s Smile με τη Julia Roberts στο ρόλο της καθηγήτριας).
Ουσιαστικά η διαφορά ανάμεσα στη Michèle Pfeiffer και τον Bégaudeau είναι η διαφορά ανάμεσα στην κουλτούρα της Αμερικής και την κουλτούρα της Γαλλίας – και με τον όρο κουλτούρα εννοώ εδώ και την πολιτισμική αλλά και την πολιτική.
Ξεκινάω. Η Γαλλία δεν ΕΙΧΕ ποτέ French dream – και πάντα φρόντιζε να το σκοτώνει σε όσους αφελείς έρχονταν σε αυτή πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να το πραγματοποιήσουν. Εδώ δε χωράνε μεγάλα πράγματα, μεγάλα όνειρα, μεγάλες προσδοκίες. (Το μόνο ίσως που υπάρχει σε μεγάλο μέγεθος είναι η γκρίνια και το αίσθημα του ανικανοποίητου). Η Αμερική αντίθετα ΕΙΝΑΙ το American dream, αυτό που την προσδιορίζει και την καθορίζει. Εδώ όλα είναι μεγάλα. Και όλα τα μεγάλα επιτρέπονται. Κυρίως τα όνειρα.
Η Αμερική επέλεξε να αυτοπροσδιορίζεται ως η χώρα των δυνατοτήτων, ως η χώρα που όλα είναι δυνατό να συμβούν, ακόμα και τα πιο δύσκολα και ανέφικτα πράγματα. Η Γαλλία πάλι επέλεξε να αυτοπροσδιορίζεται ως η χώρα όπου όλα είναι σίγουρο πως θα μείνουν ως έχουν και που τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί.
Το ενδιαφέρον στις δύο αυτές κουλτούρες είναι ότι έχουν κοινή αφετηρία: Η ζωή είναι δύσκολη. Πολύ δύσκολη. Μαύρη και άραχνη. Τι μήνυμα περνάει όμως κάθε μία από τις δύο στους πολίτες της;
Η προτεσταντική Αμερική λέει: «Δούλεψε», «προσπάθησε», «αγωνίσου», «πάλεψε», «θα ανταμοιφθείς», «θα πετύχεις», «υπομονή», «θα τα καταφέρεις», «μπράβο!» και δε χάνει ευκαιρία να διαλαλεί και να διαφημίζει τα κατορθώματα των παιδιών της. Καμία επιτυχία δεν έμεινε κρυφή, καμία προσπάθεια δεν υποτιμήθηκε.
Η πρώην καθολική, βίαιη διώκτρια των προτεσταντών, άθεη, μηδενιστική laïque Γαλλία από την άλλη λέει: « Δεν μπορείς», «δε νομίζω να τα καταφέρεις», «είναι πολύ δύσκολο αυτό για σένα», «νομίζω πως δεν κατάλαβες καλά», «αυτό είναι για τους άλλους» και ακόμα και αν τελικά πετύχεις κάτι δε θα ανταμοιφθείς. Και γιατί να ανταμοιφθείς άλλωστε; Σε μία κοινωνία ταξική, όπως η γαλλική, τα κοινωνικά πάνω-κάτω απαγορεύονται δια ροπάλου. Που και που κάτι ψίχουλα δίνονται στους κατώτερους για να μείνουν ακριβώς εκεί που είναι. Κάτω.
Λέει η μαμά με πραγματικό πόθο και περισσή ειλικρίνια: «Εγώ θέλω για το γιό μου το καλύτερο. Θέλω να πάει στο Henry IV» και εκείνη τη στιγμή που το λέει γελάει ο δάσκαλος από μέσα του, γελάει και ο γιος της που την ακούει, γελάει και ο Γάλλος που κάθεται δίπλα μου-μπροστά μου-πίσω μου στο σινεμά. Τέτοια όνειρα εδώ απαγορεύονται. Φαντάζουν γελοία. Όλα πρέπει πάση θυσία να μείνουν ως έχουν.
Άλλο ενσταντανέ από την προσωπική μου εμπειρία αυτή τη φορά. Είθισται στην αρχή του ακαδημαϊκού έτους να γίνεται μία ενημέρωση στους πρωτοετείς φοιτητές για να ξέρουν ότι υπάρχει μία υπηρεσία στην οποία μπορούν να απευθυνθούν για τα προβλήματά τους (από τα πιο απλά του τύπου «Κόπηκα στο μάθημα. Χάνω χρονιά ή μπορώ να ξαναδώσω;» μέχρι συμβουλές επαγγελματικού προσανατολισμού και ψυχολογικής υποστήριξης). Έρχεται λοιπόν στην αίθουσα η ψυχολόγος – η υπέυθυνη της υπηρεσίας – για να κάνει την ενημέρωση στους φοιτητές και μου τα κάνει τα πρωτοετάκια μου κουρέλια. «Το ξέρω» τους λέει «ότι η φοιτητική ζωή είναι πολύ δύσκολη. Πάααρα πολύ δύσκολη. Και νιώθετε χαμένοι. Και σας έχουν πέσει τόσα μαζί. Και αντιμετωπίζετε τόσα προβλήματα. Αλλά μη στεναχωριέστε. Είναι απολύτως φυσιολογικό γιατί όπως είπαμε η φοιτητική ζωή είναι πάααααρα πολύ δύσκολη. Και έχετε το άγχος των μαθημάτων, και το άγχος των εργασιών και οι καθηγητές έχουν τόοοοοοσες πολλές απαιτήσεις από εσάς. Και σας καταλαβαίνω, γιατί κι εγώ φοιτήτρια ήμουν και ένιωθα κι εγώ όπως εσείς γιατί είναι αλήθεια πως η φοιητιτική ζωή είναι πάααααρα πολύ δύσκολη και το πανεπιστήμιο είναι μία αλλαγή στη ζωή σας και είναι λογικό αν είστε τρομοκρατημένοι. Γι αυτό να ξέρετε ότι για όλες σας τις ερωτήσεις, τις απορίες, τα προβλήματα, τα οποία σίγουρα θα είναι πολλά μιας και όπως είπαμε η φοιτητική ζωή είναι πάαααααρα πολύ δύσκολη, μπορείτε να έρθετε να με βρείτε στο Relais Etudiant να συζητήσουμε».
Τα άκουσα εγώ όλα αυτά και κόντεψα να χύσω τον καυτό καφέ πάνω μου. «Σε πανεπιστήμιο βρίσκομαι ή σε κέντρο απεξάρτησης;» σκέφτηκα. Ανεβαίνω λοιπόν κι εγώ στο καπάκι στην έδρα και λέω στα φοιτητάκια: «Παιδιά, μην ψαρώνετε. Η φοιτητική ζωή είναι μούρλια. Θα μάθετε τόσα ωραία καινούρια πράγματα, θα βρείτε νέα ενδιαφέροντα, θα πηγαίνετε σε βιβλιοθήκες, σε πάρτυ, κινηματογράφο, θα κάνετε γκομενίες, θα γνωρίσετε καινούριο κόσμο, θα κάνετε φιλίες, θα πηγαίνετε για μπύρες μετα το μάθημα με τους συμφοιτητές. Τέλεια θα περάσετε, τέλεια!» Με κοίταζαν μετά τα βλαστάρια μου σα να ήμουν εξωγήινη. Δε με πίστεψαν. Προτίμησαν το λογίδριο της ψυχολόγου, εκείνο με τα προβλήματα, γιατί έτσι νομιμοποιούνται να παραπονιούντια όλη την ώρα. Να γκρινιάζουν ασταμάτητα και ακατάπαυστα. Δε θέλουν να μάθουν καινούρια πράγματα, δε θέλουν νέα ενδιαφέροντα. Δε θέλουν να πίνουν μπύρες με τους συμφοιτητές τους μετά το μάθημα. Δε θέλουν καν να μάθουν το όνομά των διπλανών τους. Και το πιθανότερο είναι ότι θα τελειώσουν τη σχολή χωρίς να μιλήσουν ποτέ αν κάποια παρανοική απαίτηση κάποιου καθηγητή δεν τους φέρει μαζί στο ίδιο γκρουπ για να κάνουν μία εργασία από κοινού – ξέρετε, από εκείνες τις εργασίες που βάζουν οι κακοί καθηγητές στους φοιτητές για να τους εκδικηθούν και επειδή θέλουν το κακό τους. Το μόνο που θέλουν οι φοιτητές μου είναι να έχουν δύο ώρες κάθε μεσημέρι για να τρώνε. Να κάθονται σε άσχημα ψυχοπλακωτικά κυλικεία και να τρώνε άθλια σάντουιτς και επιδόρπια γιαούρτια γλύφοντας με κάποια εμμονή το κουταλάκι στις τελευταίες βουκιές, χώνοντας το πιο βαθιά και πιο αργά μέσα στο στόμα. Μια φορά που τους παρακάλεσα να μείνουν ένα δεκάλεπτο παραπάνω στο μάθημα για να προλάβω να τελειώσω το συλλογισμό μου εξεγέρθηκαν: « Μα κυρία! Σήμερα έχουμε μόνο μία ώρα για να φάμε!»
«Μωρ’τι μας λες;» απάντησα εγώ. «Μία ολόκληρη ώρα χρειάζεστε για να φάτε;;; Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια στις άλλες χώρες του κόσμου ξέρετε πως περνάνε τη μία ώρα του διαλείμματος τους; Στη βιβλιοθήκη, ψάχντοντας βιβλία, περιοδικά, βγάζοντας φωτοτυπίες, ενώ τρώνε γρήγορα-γρήγορα ένα σάντουιτς στο χέρι και ταυτόχρονα προλαβαίνουν να κάνουν και καμάκι καθώς ανεβαίνουν τις σκάλες πηγαίνοντας στο αυτόματο για να πάρουν καφε». Μαντεύετε πως με κοίταζαν οι φοιτητές μου, ε; Μ’εκείνο το τρομακτικό α λα Σιγκούρνι Γουίβερ όταν αντικρύζει το άλιεν.
Σημείο δεύτερο: Αυτό που ενοχλεί και εξοργίζει στην ταινία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η σιωπή. Η σιωπή του δασκάλου. Ενός δασκάλου που από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου δεν κάνει τίποτε άλλο παρά αυτό: παραμένει δάσκαλος. Το σώμα του το ιδιωτικό το άφησε σπίτι. Εδώ μας εμφανίζεται μόνο με το σώμα του θεσμού. Ο δάσκαλος δεν έχει ηλικία, φύλο, ενδιαφέροντα, συμφέροντα, γούστο, λίμπιντο. Δεν έχει τίποτα. Ο δάσκαλος είναι ο θεσμός του ρεπουμπλικανικού σχολείου ενσαρκωμένος. Από αυτή την άποψη, η σκηνοθετική επιλογή να μη μάθουμε τίποτα για την προσωπική ζωή του δασκάλου είναι σωστή, επιτυχής, ενδιαφέρουσα, (αν και παραμένει κάπως αυτονόητη). Και επειδή ο δάσκαλος είναι ο θεσμός και ο θεσμός είναι τυφλός και αυστηρός και υπακούει μόνο σε κανόνες, ο δάσκαλος δεν επιτρέπεται να βγει καθόλου έξω από το πλαίσιο. Δε θα κάνει ποτέ κάτι που δεν προβλέπεται. Θα προσπαθήσει βέβαια να κάνει το καλύτερο που μπορεί αλλά πάντα μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Μέσα στο κουτάκι που του έχουν δώσει και του έχουν επιτρέψει να κινείται. Τι να το κάνεις όμως, όταν οι μαθητές δεν ξέρουν/δε θέλουν/δεν μπορούν ή πολύ απλά αρνούνται να μπουνε σε αυτό το κουτάκι; Πως θα υπάρξει επικοινωνία αν ο ένας είναι μέσα και ο άλλος είναι έξω;
Το σλόγκαν που συνόδευε το Dangerous Minds ήταν, αν θυμάστε: «She broke the rules… and changed their lives». Μεγαλειώδες. Στο δικό μας πάλι, ο καθηγητής δεν καταπατά ουσιαστικά ποτέ τους κανόνες. Αντί να αλλάξει τη μέθοδο, αλλάζει το θέμα («είναι δύσκολος ο Μπαλζάκ, ας κάνουμε Άννα Φρανκ», ενώ στην πραγματικότητα αυτό που χρειάζεται να αλλάξει είναι ο τρόπος και όχι το περιεχόμενο). Το αποτέλεσμα; He didn’t change their lives. Τους άφησε στη μιζέρια τους και τους έδωσε και έναν επιπλέον λόγο για να μισήσουν αυτόν και το θεσμό.
Και εδώ έρχεται η ενοχλητική σιωπή. Τη στιγμή που τα κοριτσάκια ενημερώνουν το συμμαθητή τους δίνοντας εντελώς στρεβλές πληροφορίες για τις προθέσεις του δασκάλου τους, αυτός παραμένει σιωπηλός. Δε μιλάει. Δεν αποκαθιστά την αλήθεια. Γιατί; Γιατί δεν επιτρέπεται. Το απαγορεύει ο θεσμός. Δεν κάνει να μιλάμε για τη γενική συνέλευση στους μαθητές, δεν κάνει να λέμε τι είπαμε, τι θέση πήραμε. Πάρε όμως εσύ τώρα τη στρεβλή ενημέρωση, πάρε το θυμό και την απογοήτευση του επίδικου μαθητή, πάρε και τις ειρωνίες των μαθητριών. Θα αντέξεις όμως; Δε θα αντέξεις. Θα τις πεις τσούλες. Για να ξεσπάσεις. Γιατί άνθρωπος είσαι κι εσύ και καμιά φορά η ιδιωτική σου υπόσταση έρχεται να διεκδικήσει ξανά το σώμα σου και διώχνει το θεσμό από μέσα.
Αν είχες μιλήσει, όλα θα ήταν διαφορετικά. Και αυτό που πονάει περισσότερο είναι ότι κατά βάθος ο Bégaudeau ξέρει ότι πρέπει να συμπεριφερθεί σαν τη Michele Pfeiffer. Εκείνη δε θα είχε φτάσει ποτέ στο σημείο αυτό. Αλλά ακόμα κι αν είχε φτάσει θα μιλούσε.

Υστερόγραφο 1:
Βλέποντας αυτή την ταινία θυμήθηκα ξανά τον αγαπημένο μου Κισλόφσκι και τον «φόβο του για τα αληθινά δάκρια». Και επιτέλους νομίζω πως κατάλαβα τι εννούσε. Είναι τρομακτικά τα κινηματογραφικά ντοκυμαντέρ.
Υστερόγραφο 2:
Πάντα λέγαμε: «Τι ηλίθιοι οι Αμερικάνοι, με το στερεοτυπικό Χόλλυγουντ και τα happy endings. Ενώ οι Γάλλοι ε; Ευρωπαϊκός κινηματογράφος! Πολιτικοποιημένος! Θίγει καίρια κοινωνικά θέματα! Άλλο πράγμα!»
Μαλακίες λέγαμε.

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

Αγαπητή μου Χαριτίνη,
Εξαιρετικά χρήσιμη η κατάθεση της προσωπικής σου εμπειρίας από το γαλλικό πανεπιστήμιο! Σίγουρα πάντως δεν μας λες μόνο δύο πράγματα!
Από το Dangerous Minds έχω δει μόνο αποσπάσματα στην τηλεόραση. Οπότε δεν έχω άποψη.
Έχω την αίσθηση ότι οι συν-δημιουργοί της ταινίας σκύβουν με υπέρμετρη κατανόηση στους έφηβους μαθητές τους και κάνουν το παν για να μην κατηγορηθούν για αυταρέσκεια, αλαζονεία και κατοχή της αλήθειας. Πρόκειται για μια αριστερή νοοτροπία, τυπικά γαλλική, που αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι την εμμονή στην αλήθεια και τη βεβαιότητα. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση το άνοιγμα στον άλλο και στην προσωπική του αλήθεια προηγείται οντολογικά και κανονιστικά της υπεράσπισης της αυθεντίας και της γνώσης. Ωστόσο, θεωρώ ότι ο καθηγητής εμμέσως πλην σαφώς κινείται διαδικαστικά εκτός στενών ορίων εκπαιδευτικού προγράμματος. Μπορεί να μην κάνει καμιά υπέρβαση, ωστόσο δεν αποτελεί υπόδειγμα παραδοσιακού καθηγητή, τουλάχιστον όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι με βάση την εμπειρία μου στην Ελλάδα και τη Γαλλία.
Πάντως το να είσαι δάσκαλος πρέπει να είναι ένα από τα δυσκολότερα πράγματα στον κόσμο!

γιάννης σ. είπε...

Η ταινία σε αφήνει πράγματι άφωνο για την αληθοφάνεια και το ρεαλισμό της, σε σημείο που αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν υπάρχει τελικά σενάριο ή βασίζεται σε αυτοσχεδιασμούς! Κατά τη διάρκεια της αρκετά μεγάλης για τέτοιου είδους ταινίας, άρχισα να δυσανασχετώ με την αδυναμία μου να βρω κάποιο δείγμα προσωπικής "εμπλοκής" του σκηνοθέτη, με ενοχλούσε η ουδετερότητα που μου επέβαλλε, οι ίσες αποστάσεις που κρατούσε, ότι δεν μου επέτρεπε καμία στιγμή να βγάλω κανένα συμπέρασμα ή να ταχθώ με την τάδε ή τη δείνα πλευρά. Ευτυχώς, η τελευταία σκηνή με την ατάκα της μαθήτριας μου έδωσε την απάντηση και δικαίωσε τις 2 προηγούμενες ώρες: Στο σχολείο δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις ή βεβαιότητες, καλοί και κακοί. Σε αυτό εντοπίζω τη μεγαλύτερη αρετή και αριστουργηματικότητα της ταινίας, ότι αρνείται τόσο έντεχνα να αφορίσει, να καταδικάσει και να αθωώσει, πράττοντάς το παράλληλα! Είναι όλοι, μαθητές, γονείς και δάσκαλοι θύτες και θύματα, δέσμιοι ενός παραλογικού και ισοπεδωτικού συστήματος παραγωγής διακρίσεων και ανισοτήτων.
Βγήκα τελικά γεμάτος απορία, με φρέσκια διάθεση επανεξέτασης και κριτικής πέρα από τα γνωστά και εσκαμμένα, αναζήτησης νέων δρόμων στο πρόβλημα της παιδείας.

ΥΓ Το αυτοπορτρέτο όχι μόνο δεν είναι τεκμήριο ατομισμού, αλλά καίριο στοιχείο διαφοροποίησης και ενδυνάμωσης του κάθε συνθλιμμένου από την οικογένεια και το σχολείο μαθητή, ο οποίος δεν δικαιούται να έχει ταυτότητα και προσωπικότητα μέσα στον καθημερινό κυκεώνα κανόνων και υποχρεώσεων που καλείται να τηρήσει στην εξισωτική "πολυπολιτισμική" γαλλική κοινωνία. Οι ίδιοι οι μαθητές παραπονιούνται ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, ότι είναι πεζή και ίδια με όλων! Βασικός κανόνας της δυναμικής των ομάδων και προϋπόθεση του "team building" είναι η ατομική ενδυνάμωση, η αναγνώριση της προσωπικής αξίας και η ουσιαστική γνωριμία των μελών μέσω της ανταλλαγής ενδιαφερόντων, επιθυμιών και προσδοκιών. Δεν μπορείς να κάνεις ομάδα με αποδεκατισμένους, ανασφαλείς και θυμωμένους μαθητές που δεν πιστεύουν στον εαυτό τους.

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

Γιάννη,
Σίγουρα δεν μπορείς να κάνεις ομάδα με αποδεκατισμένα άτομα. Ιδού το πρόβλημα, ιδιαίτερα οξύ στην περίπτωση της Γαλλίας : συνυπάρχουν στην τάξη ετερόκλητοι μαθητές, με διαφορετικά οικογενειακά υπόβαθρα και άνισα πολιτιστικά φορτία. Ποιος ο τρόπος να τους φέρεις πιο κοντά, ποια η μέθοδος να οικοδομήσεις την αίσθηση του συνανήκειν, πώς θα τους εμφυσήσεις τις ιδέες του καθήκοντος και του δικαιώματος; Το σχολείο δεν προορίζεται να σμιλεύσει τους πολίτες του αύριο; Να τους καλλιεργήσει την ιδέα ότι ανήκουν σε μία πολιτική κοινότητα; Πώς; Διατηρώντας τους χωρισμένους στην τάξη ανά εθνότητα (!) και ζητώντας τους να περιγράψουν τον εαυτό τους, και μάλιστα χωρίς ειδικές συμβουλές; Τί είναι το μάθημα, ψυχαναλυτική συνεδρία; Διαφωνώ πλήρως!

Ανώνυμος είπε...

Η εντύπωση που μου άφησε αυτή η ταινία είναι ένα ρημαγμένο εκπαιδευτικό σύστημα από τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, που αυτή τη στιγμή επικρατούν στη Γαλλία. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι η πλειοψηφία των μαθητών ήταν μετανάστες, οι οποίοι, όπως και οι γονείς τους, αισθάνονταν περιθωριοποιημένοι αλλά ήταν στην πραγματικότητα η περιθωριοποιημένη πλειοψηφία. Αυτή ουσιαστικά η πλειοψηφία των μεταναστών ερχόταν σε σύγκρουση με το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο φαινόταν ανίκανο να λυσει τα προβλήματά τους και τις αντιθέσεις τους, να τους πειθαρχήσει ή να τους διδάξει κάτι.
Επίσης μεγάλη εντύπωση μου έκανε το ξέσπασμα ενός καθηγητή, που φάνηκε να καταρρέει ψυχολογικά, γιατί του ήταν αδύνατο να διδάξει σε μία επαναστατημένη τάξη.
Τα παιδιά είναι αθώα και ένοχα. Αθώα, γιατί ζουν σε μια προβληματική κοινωνία, βομβαρδίζονται από επαναστατικά μηνύματα και βρίσκονται στην εφηβεία. Ένοχα, γιατί επιλέγουν μια στάση άρνησης απέναντι στην εκπαίδευση που τους προσφέρεται και την ευκαιρία για μόρφωση και επαγγελματική αποκατάσταση (εξαίρεση ο Κινέζος μαθητής Γουέι).
Ο Σουλεημάν, κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύει τις βίαιες συρράξεις των περασμένων ετών στη Γαλλία και τις καταστροφές από το ξέσπασμα θυμού κατά του συστήματος.
Το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται ανίκανο να μεταδώσει στα παιδιά αρχές, αξίες, ιδανικά και αναλώνεται σε αμερικάνικα πειθαρχικά συστήματα, τύπου point-system. Μόνη γραμμή αντίστασης, το φιλότιμο και η επαγγελματική ευαισθησία του κάθε καθηγητή (στη συγκεκριμένη περίπτωση του φιλόλογου) που παλεύει να χτίσει έναν στοιχειώδη διάλογο και μια ειλικρινή επικοινωνία με τους μαθητές του αλλά και που ο ίδιος γίνεται θύμα αυτού του ανελέητου πολέμου καθηγητών-μαθητών (κράτος μεταναστών).
Το τέλος παρότι προσπαθεί να δώσει ελπίδα και μια αισιόδοξη διάθεση ήταν κάπως απότομο και υποκριτικό.

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

Αγαπητή Φανή,
Σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Όσον αφορά στο τέλος, πολλοί υποστηρίζουν ότι η ταινία σώζεται με αυτό! Τόσο η συζήτηση της μαθήτριας με τον καθηγητή όσο και το τελευταίο πλάνο με την άδεια τάξη προσδίδουν νόημα και βάρος σε όλη την ταινία. Προσωπικά συμφωνώ με αυτή την άποψη.
Όσον αφορά στα υπόλοιπα. Κανείς δεν δίνει στους γάλλους μαθητές να καταλάβουν πόσο τυχεροί είναι που έχουν τέτοιες υποδομές/ανέσεις και τόση ελευθερία, να αμφισβητήσουν το δάσκαλό τους, να συμμετέχουν στο συμβούλιο των καθηγητών. Όταν κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι η ελευθερία δεν δωρίζεται, αλλά κατακτάται, ατομικά και συλλογικά, είναι φυσικό να επιλέγει την τυφλή σύγκρουση ή να μετατρέπεται σε κομφορμιστή/υπολογιστική μηχανή. Το φταίξιμο ανήκει όμως σχεδόν εξολοκλήρου στο εκπαιδευτικό σύστημα.

γιάννης σ. είπε...

Συμφωνώ για τον απώτερο στόχο που πρέπει να έχει το σχολείο και ο δάσκαλος ειδκότερα: την πολιτική κοινότητα και "κοινοτικοποίηση". Το "συν-ανήκειν" όμως προϋποθέτει το "ανήκειν". Εδώ δε μιλάμε για πολίτες, ούτε καν για ισότιμες μονάδες, αλλά για μαθητές δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων, γάλλων πολιτών από τη μία και ξένων από την άλλη, μη ενταγμένων ψυχολογικά, κοινωνικά, νομικά και πολιτικά, των οποίων η παραμονή στη χώρα εξαρτάται από την κόσμια διαγωγή στην τάξη, την υπακοή στο αφεντικό, την εξασφάλιση εργασίας και άδειας εργασίας κοκ. Δυσκολεύομαι πραγματικά να φανταστώ μάθημα πολιτικής αγωγής σε μία τάξη, σαν αυτή που παρουσιάζεται στην ταινία...

Ανώνυμος είπε...

Δεν θα σχολιάσω την ταινία, ούτε και όλα τα σχόλια μπορώ να παρακολουθήσω. Εν τούτοις, προσυπογράφω το κομμάτι οπου η Χ.Κ. σχολιάζει από το δικό της πόστο την ανακύκλωση της μιζεριας, εκείνης που δικαιώνει και ανεβάζει -άδικα- την ψυχολογική υποστήριξη σε θέσφατο. Και για να μην παρεξηγηθώ δεν είμαι κατά της στήριξης γενικά, αλλά κατά της γεινικής νοοτροπίας (που κυριαρχεί στα ΜΜΕ, στην τέχνη και στην διαννόηση). Της νοοτροπίας που έχει σαν αφετηρία τη μιζέρια και την παραίτηση. Αλλά ας μην επεκταθώ, είναι τόσο γλαφυρή η Χ.Κ.! Και ίσως ο φοιτητικός-σπουδαστικός χώρος το καλύτερο παράδειγμα γιατί όλοι όσοι περάσαμε από κει ξέρουμε πώς και πόσο η ανάλαφρη και δημιουργική καθημερινότητα, αποτελούσαν αφετηρία και σταθμό για την υπόλοιπη ζωή στην παραγωγή και στην κατανάλωση, αγαθών, αλλά και της ίδιας μας της ζωής.