
Από το πρώτο πλάνο της ταινίας διαφαίνεται ότι η φαινομενική ηρεμία και ακινησία που επιβάλλει η μιλιταριστικού τύπου πειθαρχία ταράσσεται από την εισβολή ενός δραστήριου, ελεύθερου, δυναμικού «παράγοντα». Η αντιπαράθεση μεταξύ της φτιαχτής ιεραρχίας και της ουσιαστικής εξουσίας που ασκεί ο πανδαμάτωρ Έρως είναι φυσικά άνιση. Η ήττα της «κατασκευής» προδιαγράφεται εξαρχής. Η τυπική ιεραρχία του στρατού υποτάσσεται σε μια ουσιαστική ιεραρχία της επιθυμίας. Τα ανθρώπινα, διακριτά γνωρίσματα, οι ειδοποιείς διαφορές επι-καλύπτονται από τη στολή. Αντίστοιχα, το ερωτευμένο βλέμμα αντανακλά διαστρεβλωμένο το αντικείμενο του πόθου, (ο έρωτας τυφλώνει κατά το κοινώς λεγόμενο), με την έννοια της απόκρυψης ελαττωμάτων, φυσικών ή άλλων. Υπερφορτωμένο από τη μια, απογυμνωμένο από την άλλη, το σώμα αντικειμενοποιείται, χάνει τα ιδιαίτερά του γνωρίσματα, αλλοιώνεται ανεπανόρθωτα. Απτή συνέπεια του γεγονότος αυτού η έλλειψη ουσιαστικής συνάντησης των δύο τύπων σωμάτων, η βίαιη εκτόνωση σε παράπλευρα «αντικείμενα», εντέλει η αποτυχία πλήρωσης.
Είναι συνεπώς κατά τη γνώμη μου λάθος να εστιάζει κανείς μονόπλευρα στην ομοφυλοφιλία, μολονότι η ταινία εκπλήσσει αναμφίβολα με το θάρρος της, κόντρα σε κάθε είδους συντηρητισμό ή αντιδραστικότητα της εποχής (ίσως οι μεγάλοι σταρ που συμμετείχαν να διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην υπέρβαση των επιφυλάξεων). Η ταινία προσφέρει εξ αντιθέτου ένα σπουδαίο μάθημα για το πώς η συνεύρεση, συναισθηματική ή ερωτική, απαιτεί την προηγούμενη υπέρβαση των διαχωριστικών ανάμεσα στα σώματα γραμμών, τις οποίες επιβάλλει ο ρόλος ή το "κοστούμι" .
Από το ακριβές καστ το οποίο στο σύνολό του υπηρετεί με συνέπεια τη σκηνοθετική γραμμή, ξεχωρίζει ο μεγάλος Μάρλον Μπράντο, ο οποίος συγκλονίζει ιδίως με την εκφορά των μονολόγων του.