25 Μαρ 2008

Και το πλοίο δεν φεύγει

Γίνεται ένα παροπλισμένο πλοιάριο να μετακινείται διαρκώς ; Ναι, μας απαντάει ο Γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης Αμπντελατίφ Κεσίς. Αντί να πουληθεί για παλιοσίδερα, θα ανακαινιστεί και θα αποκτήσει ένα νέο σκοπό, μετατρεπόμενο σε εστιατόριο. Αλλά και τότε δεν πρόκειται να βρει ησυχία, γιατί το κράτος θα φροντίσει να του αρνηθεί μια μόνιμη και αξιοποιήσιμη θέση στο λιμάνι. Αυτό το μεγαλοφυές εύρημα στηρίζει όλο το φιλμ του Κεσίς, «Κους κους με φρέσκο ψάρι». Η αναλογία με τον πρωταγωνιστικό ήρωα είναι ξεκάθαρη. Ο Κεσίς εκκινεί από την ατομική περίπτωση για να περιγράψει μια συλλογική κατάσταση και μοίρα. Παλιό καράβι δίχως λιμάνι, ο ήρωας μας περιφέρεται δωρίζοντας αυτό που εξαρχής παρέχεται δωρεάν από τη φύση : τα ψάρια. Άλλωστε δεν έχει τίποτα άλλο να δώσει. Στη ζωή του δούλεψε σκληρά για να αναθρέψει την οικογένειά του, μόνο που στην εποχή μας αυτό δεν είναι αρκετό.

Αντί να ασκήσει μεγαλόφωνη κριτική κατά της παγκοσμιοποίησης, ο Κεσίς αναδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα οντολογικής φύσεως. Ο αρσενικός αρχηγός μιας αραβικής οικογένειας θα είχε πίσω στην πατρίδα του αναμφισβήτητο ρόλο και αρμοδιότητες. Στο πλαίσιο της γαλλικής κοινωνίας η αποκοπή από το κοινωνικό πλαίσιο που νοηματοδοτούσε και στήριζε αυτό το ρόλο προκαλεί την περιθωριοποίηση. Η δυσκολία έγκειται στο ότι η προσωπική μνήμη για τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του πατέρα απέναντι στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας παραμένει ζωντανή. Ο κεντρικός ήρωας οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτές τις επιταγές που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω του μεταναστεύοντας. Όλο το γαλλικό κοινωνικό μοντέλο είναι εξάλλου βασισμένο σε άλλα πρότυπα και εξυπηρετεί διαφορετικές ανάγκες.

Ο Κεσίς αναπτύσσει την ταινία του σε δύο άξονες. Από τη μια, παρουσιάζει με σπάνια ακρίβεια και πληρότητα το κοινωνιολογικό πορτρέτο της σύγχρονης αραβικής οικογένειας της νότιας Γαλλίας, των παθών της και των προσδοκιών της. Από την άλλη, φέρνει αντιμέτωπο αυτό το ανθρώπινο κάδρο με τις γαλλικές υπηρεσίες και τους «επιφανείς εκπροσώπους» της τοπικής κοινωνίας. Από μικρά και πολύ εύγλωττα επεισόδια αυτής της «σχέσης» προκύπτει ότι ο ρατσισμός των Γάλλων είναι πρωτίστως λεπτεπίλεπτος και κρυφός, όχι βίαιος και φανερός. Ο Κεσίς παρόλο που δεν μπορεί να απαρνηθεί τις ρίζες του, καταβάλει τίμιες προσπάθειες να μην υποκύψει σε ένα ανάποδο ρατσισμό και δεν χαρίζεται ούτε στους ομοεθνείς του. Η έλλειψη σύμπνοιας και ομόνοιας στις τάξεις των αράβων της Γαλλίας είναι για τον Κεσίς βασικότερο ζήτημα από τη δεδομένη άρνηση της γαλλικής κοινωνίας να τους εντάξει αρμονικά στους κόλπους της.

2 σχόλια:

γιάννης σ. είπε...

Προσυπογράφοντας την οπτική του "μπλογκοδεσπότη", διαλέγω να σταθώ ιδιαίτερα στην εξαιρετική ματιά της ταινίας στον (επίσης εξαιρετικό) πρωταγωνιστή και μέσω αυτού στη σημερινή μοίρα του ανδρός - που παραπαίει άοπλος και σιωπηλός, στερημένος ακόμα και από τον λόγο, μέσα στον ασφυκτικό λαβύρινθο ενός μητριαρχικού συστήματος αξιών και σχέσεων, όπως είναι η αραβική οικογένεια που παρακολουθεί η ταινία (εν πολλοίς συγγενικό της νεοελληνικής οικογένειας).

Φέρνει στο νου το κλασικό κείμενο του Χειμωνά:

"Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μόνο να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι’ αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεστεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ’ εξοχής γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων – ένα χάρισμα που η γυναίκα, άν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο – αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοοιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άνδρας επιβιώνει. Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο. Κι αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ’ ότι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άνδρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιό αυστηρές εξουσίες της της ζωής – ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. Δεν δέχτηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία.ταπεινά κι αγγόγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λωραίνης – ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατελείωτους και άδικους πολέμους (και καμία δεν έχει σημασία οτι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλείες. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά και ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του – εύθραυστος και χωρίς – σε αντίθεση με τη γυναίκα – να επιζεί του θρυμματισμού του – ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους.απο γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση του πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόπους γενναίος. Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες – κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιό πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.

Και λυπηθείτε τον, με την πιό ευγενικιά, την πιό τρυφερή λύπη, γι’ αυτήν την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του – παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χαιράκια των παιδιών του και δέιτε τον σε όλη του την ανέχεια.


Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί."

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

Με ιδιαίτερη χαρά υποδέχομαι μπλογκοκαλεσμένους σαν τον Γιάννη, που πάνε την αναγκαστικά ελλιπή ανάγνωση των ταινιών από την αφεντιά μου ακόμα πιο πέρα, έστω κι αν διαφωνώ για το "μητριαρχικό σύστημα αξιών και σχέσεων". Ο γάλλος ανθρωπολόγος Λουί Ντιμόν έχει γράψει για τη διπλή διάσταση της ιεραρχίας : ο ανήρ κυριαρχεί στα δημόσια πράγματα, η γυνή στα ενδοοικογενειακά, παρόλο που καταρχήν (οφείλει να) υπακούει στον άντρα. Στην ταινία όμως παρατηρούμε μια όσμωση των δυο επιπέδων, που καταλήγει και σε μια σύγχυση αρμοδιοτήτων. Η οικογένεια αναλαμβάνει "δημόσια" δράση, προκειμένου να βρει τη χαμένη συνοχή της. Ο πρωταγωνιστής όμως έχει επιθυμίες και προτεραιότητες που δεν του προκαλεί ο γαλλικός κοινωνικός περίγυρος, αλλά η "εγγεγραμμένη στο DNA του" θεωρία περί των καθηκόντων του Πατέρα.