10 Φεβ 2008

«Δεν είχα ποτέ μου όνειρα, μόνο εφιάλτες»

Η παραπάνω φράση, που ακούγεται προς το τέλος της ταινίας Sweeney Todd, πιστεύω ότι συνοψίζει ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής παρακαταθήκης ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, του Τιμ Μπάρτον. Ήδη από την εποχή του Χριστουγεννιάτικου Εφιάλτη και του Ψαλιδοχέρη αναφαίνονταν η προβληματική και η ιδιαίτερη γραφή ενός ανήσυχου πνεύματος, που βλέπει τον κόσμο με τα δικά του, ξεχωριστά μάτια. Αν, σε σύγκριση με άλλους –λιγότερο επιφανείς- σκηνοθέτες, ο Μπάρτον δεν έφτανε στο βάθος των πραγμάτων είναι αφενός γιατί απουσιάζει από τα έργα του μια καθεαυτό μεταφυσική-θρησκευτική αγωνία, αφετέρου γιατί ο «εφιάλτης» του, ως προσωπικό του σύμπαν, ενσωματώνεται μεν στην «πραγματικότητα», αλλά διατηρεί την υλική και σκηνική του αυτονομία. Πρόκειται για τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων ή των επάλληλων κόσμων. Έχω την αίσθηση ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια η δυαδικότητα αυτή απέκλειε μια ριζική κριτική απέναντι στο τώρα, ως έκφανση της πραγματικότητας.

Στο Sweeney Todd ωστόσο, οι δυο κόσμοι συμπίπτουν με ένα πρωτοφανέρωτο για ταινία του Μπάρτον τρόπο. Ο εφιάλτης έχει καταστεί αναπόσπαστο μέρος της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα οι «νεκροί» να κυκλοφορούν ακώλυτα ανάμεσά μας. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός Κόσμου με «αυτοκτονικό ιδεασμό», που τρώει τις σάρκες του με την κατάλληλη συνοδεία ζύθου. Ο «νεκρός» επανέρχεται στη μητέρα πατρίδα όχι για να επιβάλει άπαξ δια παντός μια προσωποπαγή τιμωρία, αλλά για να αναδείξει το αληθινό πρόσωπο μιας κοινωνίας, που αγνοεί τη θεμελιώδη έννοια της δικαιοσύνης. Όταν εκλείπει ο απρόσωπος Νόμος, επιβάλλεται η άκρως εξισωτική τιμωρία του αγγέλου εκδικητή, που δεν στρέφεται μόνο κατά της άρχουσας τάξης, αλλά θερίζει αδιακρίτως πλούσιους και φτωχούς, «αθώους» και «ενόχους». Το ασημένιο ξυράφι καθρεφτίζει τον τιμωρό, αγνοώντας την ιδιαιτερότητα του θύματος, διψά για αίμα, μετατρεπόμενο σε ένα εργαλείο εκ των υστέρων απόδοσης δικαιοσύνης. Ο Sweeney Todd ταυτίζεται απόλυτα με την εποχή του (μας) και εμείς ωθούμαστε να ανακαλύψουμε τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στην εκβιομηχάνιση του 19ου και την αποβιομηχάνιση του 21ου αιώνα.

Ένα καμπανάκι ηχεί για τους θεατές, ιδίως του δυτικού κόσμου, για την ανεξέλεγκτη πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα, αλλά κι ένα αντίστοιχο καμπανάκι χτυπά και για τον ίδιο τον Μπάρτον που δείχνει να φτάνει στα όρια της προβληματικής του και εν γένει της τέχνης του. Είθε να βρει το δρόμο που θα τον οδηγήσει στην επέκταση ή και στην ανανέωση του οπτικού του πεδίου.

4 σχόλια:

Χαριτίνη Καρακωστάκη είπε...

Μόλις χτες είδα το Sweeny Todd και εξεπλάγη ευχάριστα. Στην αρχή δίσταζα να το δω γιατί η ταινία φαινόταν να συγκεντρώνει ένα σωρό μειονεκτήματα: τραγουδάκια όπερας, θεατρική δομή, τους ίδιους συνήθεις υπόπτους για ηθοποιούς. Πάνω από όλα όμως δεν ήθελα να δω πάλι μία από τα ίδια, έναν Τιμ Μπάρτον που κάνει την ίδια ταινία εδώ και 30 χρόνια. Πράγματι ανανέωση δεν είδα, είδα όμως μια ωριμότητα και σκηνοθετικά αλλά και μία ωριμότητα από τη μεριά του Τζόννυ Ντεπ ο οποίος έδωσε κατά τη γνώμη μου ρεσιτάλ ερμηνείας σε ένα κατά τα άλλα τόσο μπανάλ και χιλιοπαιγμένο (από τον ίδιο) ρόλο. Βέβαια το σενάριο με την κλασική δομή της τραγωδίας ήταν πολύ δυνατό χαρτί, οπότε ο Μπάρτον δεν κινδύνευε να κάνει κάποιο ανεπανόρθωτο "λάθος". Ωστόσο, πιστεύω ότι κατάφερε να πάει και πέρα από μία απλά καλοδουλεμμένη και διεκπεραιωτική εκτέλεση, με αποκορύφωμα τις splatter-like σκηνές των κομμένων λαιμών με τις σαφείς ψυχαναλυτικές προεκτάσεις. Και όλα αυτά μέσα σε ένα άψογο βιομηχανικό Λονδίνο που ήταν ταυτόχρονα τόσο θεατρικό και ψεύτικο όσο και ζωντανό. Με άλλα λόγια, Τιμ Μπάρτον στα καλύτερα του. Τους ευνούχισε όλους!

Ανώνυμος είπε...

με απογοήτευσε το έργο. ο μύθος του δηλ. μούδωσε την αίσθηση πως κάποιος σπόνσορας μπήκε στη μέση και παράγγειλλε αίμα και σφαγή τετοιο που να μην δικαιολογείται. και έτσι ούτε σπλάτερ, ούτε μιούζικαλ, ούτε μπαρτον. το μόνο που έμεινε όρθιο, κατά τη γνώμη μου είναι η ωραία δαντική ματιά, απογυμνωμένη όμως από το γνωστο χιούμορ και το παιχνίδι με τα επέκεινα. ο μύθος δεν μου άρεσε καθόλου, δεν ξέρω τι σόι σουξέ έχει κάνει ως μιούζικαλ αλλά η εστίαση στα κομμένα δάχτυλα, στους φούρνους και στη βιομηχανία ανθρώπινου υλικού, με πήγαινε συνειρμικά πιο πολύ σε παλαιά κακοφορμισμένα ολοκαυτώματα.που εκείνα είναι αλήθεια ότι προς χάριν του "πολιτικώς ορθού" αποζητούν ακόμα βεντέτα επί αθώων. μη θεωρηθεί δαινομονοποίηση αυτή η σκέψη. ο spielberg, είχε παραδεχτεί δημόσια παλιότερα, οτι δεν φτιάχνει τα έργα του στην τύχη, ακόμα και πιο φαινομενικά αθώα έλεγε, τα χρηματοδοτεί ο οικονομικός του κολοσσός, προκειμένου να στηρίξει ιδεολογικά αυτό ακριβώς.(το τζουράσικ συγκεκριμένα, που τάχα μας προειδοποιούσε για το αυγό του φιδιού) αλλά και αυτό να μην ισχύει, και να είναι μόνο η αρρωστημένη μου φαντασία, ας μου πει κάποιος με απλά λόγια, αν δικαιώνεται ο πατέρας που η οικογένειά του αγνοείται να σφάζει και να μαχαιρώνει στο όνομα αυτής της δυνητικής απώλειας. τουλάχιστον να είχε μια λάμψη στο μάτι, ο κατά τα άλλα έξοχος πρωταγωνιστής, που να δηλώνει παραφροσύνη...

γιάννης σ. είπε...

Μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στο μπαρτονικό σύμπαν - αφού σχεδόν ολόκληρο το ομιλούν μέρος τηα ταινίας έχει τη μορφή τραγουδιού.
Πολύ δύσκολο εγχείρημα που στην αρχή ξενίζει, αλλά τελικά σε κερδίζει με την ποιότητα του αποτελέσματος, τόσο σε φωνητικό όσο και σε μουσικό επίπεδο.
Μιούζικαλ (?) με δομή αρχαίας τραγωδίας, μαεστρική κλιμάκωση και υπέροχα κοστούμια-σκηνικά, όπως πάντα.
Μία σκέψη που μόλις έσκασε: η φονική μανία του αδικηθέντος πρωταγωνιστή εκπορεύεται όχι μόνο από τον πόθο (ταξικής, προσωπικής & οικογενειακής) εκδίκησης, αλλά και από την παθολογική (ερωτική σχεδόν) αγάπη και επιθυμία για τη χαμένη κόρη-λάφυρο. Σε αυτό θυμίζει τον "serial killer" από το "Άρωμα", που "σέρνεται" πίσω από τις γυναίκες κυριολεκτικά από τη μύτη!...

Γιώργος Σταματιάδης είπε...

@ Χαριτίνη :
Συμφωνώ για τον Τζόνι Ντεπ, ξεφεύγει ευχάριστα από το μανιερισμό του. Ο ντεκορατέρ του Φελλίνι και του Σκορσίζ, Dante Ferretti, δύσκολο να λαθέψει.
@ Μαρία :
Θα συμφωνούσα αν έστρεφες τα βέλη σου π.χ. στο Ι am legend. Ο Μπάρτον σώζεται χάρη στην ιδιαίτερη, γκροτέσκα ματιά του.
@ Γιάννη : Δεν το έχω δει το Άρωμα. Ωστόσο, είσαι ο δεύτερος μετά την Χαριτίνη που κάνει μια πιο "ψυχαναλυτική" ανάγνωση της ταινίας. Είναι πάντως άκρως ενδιαφέρον ότι η κόρη του Ντεπ στην ταινία έφερνε πολύ στην εν ζωή γυναίκα του, την Βανέσα Παραντί.