25 Οκτ 2009

Ακαδημία Πλάτωνος - Δε θα γίνεις άνθρωπος ποτέ...

Πολυπληθέστεροι ίσως από τους Σλάβους ήταν οι Αλβανοί, που αρχίζουν να διεισδύουν και αυτοί στις ελληνικές χώρες πιθανώς πριν από το 12ο αιώνα και πυκνώνουν περισσότερο κατά τον 14ο στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στην Ακαρνανία, στην Αττική, στην Εύβοια και στα γύρω νησιά του Αιγαίου, και στο τέλος του αιώνα στην Πελοπόννησο, Ν. Σβορώνος, Το Ελληνικό Έθνος, Εκδ. Πόλις, σελ. 44.

Ο Σταύρος, κεντρικός ήρωας στην ταινία Ακαδημία Πλάτωνος του Φίλιππου Τσίτου, είναι έμπορος. Διατηρεί στην Αθήνα κατάστημα με ψιλικά, όπως οι δύο κολλητοί του. Ο Σταύρος επομένως δεν είναι ανεπάγγελτος ούτε χαραμοφάης. Επισήμως, γιατί στην πραγματικότητα δεν κάνει απολύτως τίποτα (όπως άλλωστε και οι φίλοι του). Βέβαια, φροντίζει καθημερινώς τη μητέρα του, η οποία μετά από ένα εγκεφαλικό χρειάζεται έναν άνθρωπο να την προσέχει συνεχώς. Το παζλ συμπληρώνεται με τις χρόνιες αϋπνίες, για τις οποίες ο ήρωάς μας δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει κάτι ουσιαστικό.

Τριτογενής τομέας και παραγωγικότητα μηδέν, δεσμοί αλληλεγγύης και ψυχ(ολογ)ικά προβλήματα τα οποία κρύβουμε κάτω από το χαλί: πρόκειται άραγε για μια μικρογραφία της Ελλάδας; Η πλατεία όπου βρίσκονται περιμετρικά τα μαγαζιά των τριών φίλων αποτελεί πράγματι μεταφορά της Ελλάδας του σήμερα, ένας μικρόκοσμος που αντανακλά τις ευρύτερες δομές και τα σύγχρονα αστικά προβλήματα. Ο Τσίτος αναδεικνύει αυτή την αναλογία χωρίς μεγαλοστομίες και βαθυστόχαστες αναλύσεις, με λίγα μέσα και αξιοποιώντας στο έπακρο την εκφραστικότητα των ηθοποιών του.

Η Ακαδημία Πλάτωνος είναι μια ευχάριστη, «προβληματισμένη» και επίκαιρη κωμωδία, μια μίξη (παλιών) ιταλικών και ανεξάρτητων αμερικάνικων ταινιών. Ο Τσίτος διερευνά τα ζητήματα της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας, έχοντας ως θέση αρχής ότι ένα υποκείμενο ή μια συλλογική οντότητα δε διαθέτει απόλυτα και παγιωμένα γνωρίσματα. Έθνος μεταναστών, οι Έλληνες βιώνουμε σπασμωδικά την οδυνηρή απόσταση από το ένδοξο, κλασικό παρελθόν, ξεσπώντας συχνά στους αδύναμους και ξεχνώντας ότι κάποτε εμείς οι ίδιοι ήμασταν φιλοξενούμενοι σε άγνωστους τόπους. Όμως η αναζήτηση ταυτότητας αφορά τους πάντες, και ο Τσίτος μας δείχνει με διορατικό τρόπο πως ο εφησυχασμός και η προκατάληψη ζημιώνουν πάνω απ’όλα τον ίδιο μας τον εαυτό.

ΥΓ: Κάτι τελευταίο: Ο Σταύρος σε καμία περίπτωση δεν είναι ο Έλληνας Big Lebowski, όπως γράφτηκε. Ο Σταύρος είναι παρατημένος κι όχι τεμπέλης, εφησυχασμένος κι όχι ηλίθιος.

12 Οκτ 2009

Ραγισμένες αγκαλιές - Αβαθές μελόδραμα

Το υπέρτατο αμάρτημα είναι η ρηχότητα, Όσκαρ Ουάιλντ

Το στόρι της ταινίας Ραγισμένες Αγκαλιές του ισπανού Πέδρο Αλμοδόβαρ συνοψίζεται ως εξής: Μια ωραία γραμματέας, που σχεδίαζε να γίνει ηθοποιός και δουλεύει περιστασιακά ως κολ γκερλ για να συμπληρώσει το εισόδημά της, γίνεται η επίσημη ερωμένη του ζάπλουτου αφεντικού της, ο οποίος βοήθησε τον πολύ άρρωστο πατέρα της. Χάρη στα κάλλη της και στη γενναιόδωρη χρηματοδότηση του γηραιού εραστή της, η πρώην γραμματέας κερδίζει το πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία, το σκηνοθέτη της οποίας ερωτεύεται.

Αν όλα αυτά φαίνονται κοινότοπα και επιδερμικά, είναι κιόλας. Χιλιοειπωμένα, παρωχημένα, αδιάφορα. Προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στο άψυχο σενάριο, ο Αλμοδόβαρ χρησιμοποιεί ευρέως το φλας μπακ, κοπιάρει τον Χίτσκοκ και τον Μάικλ Πάουελ και εστιάζει στη λαμπερή πρωταγωνίστριά του, Πενέλοπε Κρουθ. Για να είμαστε ακριβείς, δεν εστιάζει απλώς πάνω της. Την θωπεύει με το φακό, κινηματογραφώντας την από μπροστά, από πίσω, από πάνω, από κοντά, από μακριά. Την τοποθετεί στο κάδρο του σε όλες τις πιθανές συναισθηματικές καταστάσεις. Θλιμμένη, χαρούμενη, ερωτευμένη, αηδιασμένη, ξαφνιασμένη, αποφασισμένη.

Η Κρουθ αποτελεί το φετίχ του, ένα άπιαστο αντικείμενο πόθου. Ένα ψυχρό ρεύμα μεταδίδεται από την οθόνη στο θεατή. Η Κρουθ πρωταγωνιστεί στην ταινία, αλλά ως ηθοποιός, όχι ως χαρακτήρας. Περιφέρεται στο πλατό, βάφεται, δοκιμάζει περούκες και ρούχα. Ο Αλμοδόβαρ είναι ολοφάνερα αιχμάλωτος της εικόνας, του ειδώλου της. Αποτέλεσμα: Ό,τι δεν μπορεί να έχει, το στραπατσάρει. Ως σκηνοθέτης ο Αλμοδόβαρ έχει πράγματι εξελιχθεί από την εποχή της τηλεοπτικής αισθητικής των Γυναικών στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Ωστόσο, το σενάριο που υπογράφει ο ίδιος είναι ρηχό και εξαιρετικά αδύναμο. Λειτουργεί εντέλει ανασχετικά, εις βάρος οποιασδήποτε σκηνοθετικής επιδεξιότητας και ωριμότητας.