Πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του σεναριογράφου Τόνι Γκιλρόι (κυρίως γνωστού από την τριλογία Bourne), το Michael Clayton φέρει απ’άκρου εις άκρον τη σφραγίδα του Τζορτζ Κλούνεϊ. Ο ηθοποιός-σκηνοθέτης-παραγωγός κατ’ουσίαν συνυπογράφει το φιλμ. Με το φιλαράκι του Στίβεν Σόντεμπεργκ, μας παραδίδουν μια ταινία χρωματισμένη ιδεολογικά, στη λογική περισσότερο του Erin Brockovich και λιγότερο του Syriana. Στο στόχαστρο αυτής της στρατευμένης ταινίας βρίσκονται όχι τόσο οι δεδομένες πολιτικές επιλογές μιας υπερσυντηρητικής κυβέρνησης, όσο το οικονομικό σύστημα αυτό καθαυτού και η επίδρασή του πάνω στον άνθρωπο. Η παρουσία του σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλλακ σε ένα βασικό ρόλο και ως παραγωγού ανακαλεί επίσης την κινηματογραφική παράδοση που μας έδωσε σημαντικές ταινίες τη δεκαετία του ’70, όπως οι «Τρεις μέρες του Κόνδορα». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Πόλλακ σ’ένα διασκεδαστικό τηλεφωνικό διάλογο με μια δημοσιογράφο, φροντίζει να απομυθοποιήσει εκ των υστέρων το αφελές επιμύθιο εκείνης της ταινίας του, το οποίο εκθείαζε τη δύναμη και την ανεξαρτησία του Τύπου (ορθώς είχε τότε επικριθεί από τον Βασίλη Ραφαηλίδη).
Το προοδευτικό Χόλιγουντ, όταν δεν κάνει την πλάκα του, αποκομίζοντας σεβαστά κέρδη, γυρίζει σοβαρές ταινίες με σωστό πρόσημο, αν μας επιτρέπεται η έκφραση. Η αφέλεια ωστόσο που εξέφραζε το κλείσιμο των «Τριών ημερών…» κάνει αισθητή ακόμα και σήμερα την παρουσία της. Γενικότερα, αν θέσουμε στην άκρη την απλοϊκότητα, με την οποία κλείνει η ιστορία μας, τους βαρείς και ασήκωτους συμβολισμούς (τα ροδάκια από το καρότσι, τις κυλιόμενες σκάλες), και τις σκηνοθετικές αδυναμίες (στη συγκρότηση ιδίως του κάδρου), θα μπορέσουμε να εστιάσουμε στις διόλου ευκαταφρόνητες αρετές του φιλμ.
Το προοδευτικό Χόλιγουντ, όταν δεν κάνει την πλάκα του, αποκομίζοντας σεβαστά κέρδη, γυρίζει σοβαρές ταινίες με σωστό πρόσημο, αν μας επιτρέπεται η έκφραση. Η αφέλεια ωστόσο που εξέφραζε το κλείσιμο των «Τριών ημερών…» κάνει αισθητή ακόμα και σήμερα την παρουσία της. Γενικότερα, αν θέσουμε στην άκρη την απλοϊκότητα, με την οποία κλείνει η ιστορία μας, τους βαρείς και ασήκωτους συμβολισμούς (τα ροδάκια από το καρότσι, τις κυλιόμενες σκάλες), και τις σκηνοθετικές αδυναμίες (στη συγκρότηση ιδίως του κάδρου), θα μπορέσουμε να εστιάσουμε στις διόλου ευκαταφρόνητες αρετές του φιλμ.
Ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης διαλύει καταρχάς με ένα καταλυτικό τρόπο το μύθο της ουδετερότητας που εκφράζεται μέσω μιας συγκεκριμένης μερίδας επαγγελματιών του νομικού κλάδου. Οι εξωδικαστικοί «διευθετητές», ειδικότητα ανύπαρκτη στο δικό μας νομικό σύστημα, δεν είναι σε καμία περίπτωση απλοί ιμάντες μετάδοσης αλλότριων επιθυμιών και εντολών, αλλά ενεργοί συμμέτοχοι σ'ένα μηχανισμό παραγωγής αποφάσεων και απτών αποτελεσμάτων. Ο «θαυματοποιός» Τζορτζ Κλούνεϊ εμφανίζεται εξαρχής γήινος και τρωτός. Συνάμα, μπορεί να φαίνεται αποστασιοποιημένος από τις υποθέσεις που αναλαμβάνει, ουσιαστικά όμως είναι υποχρεωμένος να συντάσσεται με μια πλευρά σε κάθε ζήτημα. Πράγματι, του είναι δομικά αδύνατο να μη πάρει θέση απέναντι σ’ένα πρόβλημα, όσο απλές κι αν φαίνονται εκ πρώτης όψεως οι παράμετροί του. Κατ’αυτόν τον τρόπο βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στην έλλειψη τυπικής εξουσίας και την απαίτηση εξεύρεσης λύσης για κάθε λογής θέμα, στα όρια της νομιμότητας. Το απομαγεμένο βλέμμα του Κλούνεϊ μας προειδοποιεί εξαρχής για την ανικανοποίητη ζωή που διάγει ο ήρωας μας. Η παρασκηνιακή του δράση μπορεί να μένει για τους άλλους αφανής, αλλά αποκαλύπτεται εκκωφαντικά στο πιο ισχυρό δικαστήριο απ’όλα : αυτό της συνείδησης.
Κατά δεύτερον, το Michael Clayton θέτει ξανά στην ημερήσια διάταξη την ανθρώπινη διάσταση και τη σύνθλιψη που υφίσταται ο πυρήνας της στη μέγγενη του εργαλειακού λόγου και της οικονομικής αποδοτικότητας. Οι προσωπικές στιγμές της ηρωίδας που ενσαρκώνει η καλή Τίλντα Σουίντον διαθέτουν μια αξιοπρόσεκτη δραματικότητα, γιατί, μέσα από πρόβες ρούχων και λόγων, αναδεικνύουν την κρυμμένη πίσω από την ευπαρουσίαστη εμφάνιση υποκρισία. Ο ρόλος της στην πανίσχυρη εταιρεία επιτάσσει τον εθελούσιο βιασμό των χαρακτηριστικών εκείνων που κάνουν μια ζωή αντάξια λόγου. Σε αυτή τη λογική, ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης μας καλεί, ιδίως μέσω της πανέμορφης σκηνής με τα άλογα, να απορήσουμε, να θέσουμε ερωτήματα στον εαυτό μας, να θαυμάσουμε την ομορφιά του κόσμου, να γίνουμε παιδιά ή τρελοί με τη συμβατική έννοια, αν θέλουμε πλέον να σώσουμε όχι μόνο την ψυχική, αλλά και τη φυσική μας υπόσταση.
Κατά δεύτερον, το Michael Clayton θέτει ξανά στην ημερήσια διάταξη την ανθρώπινη διάσταση και τη σύνθλιψη που υφίσταται ο πυρήνας της στη μέγγενη του εργαλειακού λόγου και της οικονομικής αποδοτικότητας. Οι προσωπικές στιγμές της ηρωίδας που ενσαρκώνει η καλή Τίλντα Σουίντον διαθέτουν μια αξιοπρόσεκτη δραματικότητα, γιατί, μέσα από πρόβες ρούχων και λόγων, αναδεικνύουν την κρυμμένη πίσω από την ευπαρουσίαστη εμφάνιση υποκρισία. Ο ρόλος της στην πανίσχυρη εταιρεία επιτάσσει τον εθελούσιο βιασμό των χαρακτηριστικών εκείνων που κάνουν μια ζωή αντάξια λόγου. Σε αυτή τη λογική, ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης μας καλεί, ιδίως μέσω της πανέμορφης σκηνής με τα άλογα, να απορήσουμε, να θέσουμε ερωτήματα στον εαυτό μας, να θαυμάσουμε την ομορφιά του κόσμου, να γίνουμε παιδιά ή τρελοί με τη συμβατική έννοια, αν θέλουμε πλέον να σώσουμε όχι μόνο την ψυχική, αλλά και τη φυσική μας υπόσταση.