Φρίντριχ Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής
Στο δικαστήριο καθένας είναι μόνος του. Τυπικά απέναντι στους δικαστές, κατ’ουσίαν απέναντι στον εαυτό του. Πώς να μην υπερασπιστεί αυτό για το οποίο κατηγορείται σήμερα; Πώς να αποκοπεί κανείς από το παρελθόν του, δίχως να χάσει μέρος του εαυτού του; Είναι δυνατόν να πάρει αποστάσεις από τις προηγούμενες πράξεις του, για τις οποίες μάλιστα αμειβόταν υλικά και επιβραβευόταν ηθικά; Στην ταινία The Reader η κατηγορουμένη Χάνα Σμιτς (Κέιτ Γουίνσλετ), πρώην δεσμοφύλακας των SS, θέτει στους δικαστές της τη σωστή ερώτηση : «εσείς, αν ήσασταν στη θέση μου, τί θα κάνατε;» Υπάλληλος, εργάτης, νόμιμα διορισμένος, δέχεται διαταγές, εκτελεί εντολές, δρα στο πλαίσιο που ορίζουν οι ισχύοντες κανόνες.
Από κάπου πρέπει να σταθεί κανείς για να ατενίσει μια πράξη, μια ενέργεια, μια κατάσταση. Η κρίση αυτή βέβαια δεν εξαντλεί το ζήτημα. Θέτει ωστόσο μια αφετηρία για μια λιγότερο δογματική και τυποποιημένη σκέψη. Δεν αρκεί να καταδικάζει κανείς τις ναζιστικές θηριωδίες. Η απόλυτη, απερίφραστη καταδίκη δεν πρέπει να αποτρέπει την προσπάθεια πλουραλιστικής ανάγνωσης των κινήτρων και των σκοπών όσων συμμετείχαν και όσων σιώπησαν. Αν βέβαια ο τελικός σκοπός είναι η αποφυγή επανάληψης παρόμοιων πράξεων. Γιατί είναι βέβαιο ότι πολλές φορές οι κραυγές ηθικού αποτροπιασμού μόνο να κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί καταφέρνουν.
Η ουσία του Ολοκαυτώματος δεν αποδίδεται από θηρία τύπου Ρέιφ Φάινς στη «Λίστα του Σίντλερ». Αποδίδεται από την Χάνα Σμιτς στη μυθοπλασία, από τον Άντολφ Άιχμαν στην πραγματικότητα. Τυπικοί, καθημερινοί, αδιάφοροι άνθρωποι. Ένας από μας, ο καθένας. Πώς επομένως να δικάσει-και να καταδικάσει-κανείς έναν ολόκληρο λαό; Όσοι σιώπησαν, όσοι δεν αντιστάθηκαν στις σφαγές και τις ακρότητες δεν είναι συνένοχοι; Ο αψύς φοιτητής το λέει ξεκάθαρα στο αμφιθέατρο : όλοι γνώριζαν, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν χιλιάδες. Η πάλη ενάντια στο κακό θέλει σύμβολα τύπου Άουσβιτς. Αλλά η ταινία χτυπάει φλέβα, παρουσιάζοντας μια εγκληματία πολέμου ως έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που περιθάλπει τους συνανθρώπους της, που ερωτεύεται, που εργάζεται αποτελεσματικά.
Οι συνέπειες της πράξεων της Χάνα Σμιτς τής ήταν ξένες. Δεν τις αναλογιζόταν καν. Στο πλαίσιο δράσης όπου ενεργούσε, κάθε σκέψη για τα θύματά της τής ήταν καταστατικώς αδύνατη. Ένα τεράστιο χάσμα χώριζε την ενέργεια από το αποτέλεσμα. Πρόκειται για ιδιοφυή επινόηση των σχεδιαστών της γενοκτονίας, που κατέστη δυνατή χάρη στα επιτεύγματα της βιομηχανικής εποχής. Η βιομηχανοποίηση του φόνου εκτός πλαισίου μάχης αποτελεί δημιούργημα του 20ου αιώνα για το οποίο πρέπει να είμαστε όλοι «περήφανοι».
Η Χάνα Σμιτς λέει την αλήθεια στο δικαστήριο επειδή ακριβώς δεν ντρέπεται για αυτήν, επειδή αδυνατεί να βρει κάτι αξιόμεμπτο στα έργα της. Ντρέπεται αντιθέτως για τον αναλφαβητισμό της, με συνέπεια να μην υπερασπιστεί όπως θα έπρεπε τον εαυτό της. Η αντιστοιχία είναι χονδροειδής, αλλά όχι εντελώς ανούσια. Ο ανθρωπισμός, που κρύβουν τα μεγάλα έργα, η αίσθηση του συνανήκειν σε μια παγκόσμια κοινότητα, που γεννιέται με την ανάγνωση του Ομήρου, του Ντοστογιέφσκι, του Τζόις, αποτελούν την πρώτη ύλη για το κτίσιμο ενός λίγο καλύτερου κόσμου.
5 σχόλια:
Το είδα κι εγώ το έργο, αλλά πιστεύω ότι το δυσάρεστο στην ιστορία είναι πως κανένας από τους ήρωες δεν μεταμορφώθηκε, τίποτε δεν έμαθε. Κι όταν λέω "εμαθε" εννοώ εμπράκτως, κανένας δεν άλλαξε ριζικά. Ο ενας παρέμεινε "πρωτάρης" (όχι απαραίτητα σεξουαλικά, αλλά στη σχέση του με το άλλο φύλο, με εξαίρεση την κόρη). Η άλλη δεν βγήκε από την απόγνωση και την ενοχή. Και η επιζήσασα, αν και κατά δήλωσή της "δεν έμαθε τίποτα" από τα στρατόπεδα, χρειαζοταν "κάτι" που να αποδεικνυει ότι τα θυματα και οι θύτες είχαν μια ελάχιστη ανθρώπινη στιγμή. Μοναδική διέξοδος, και ελπίδα τελικά, η σχέση με την επερχόμενη γενεά, η αποκατάσταση των "μυστικών και ψεμμάτων", ίσως και η απενοχοποίηση του κεντρικού ήρωα.Εχω πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Αφήνω ένα: Οι πρώτοι "δάσκαλοι" και "δασκάλες" ξεπερνιούνται, ή όχι?
(στεκόμενη σε ένα ρηχό επίπεδο, επίτηδες, που αν το καλοδείς δεν είναι και τόσο ρηχό)
Ο Καμί γράφει ότι οι άνθρωποι αλλάζουν μόνο στα μυθιστορήματα. Πόσω μάλλον να μεταμορφώνονται. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το ζητούμενο. Γιατί πρέπει να αλλάζουμε, και μάλιστα "ριζικά";
Πράγματι πολλά τα ερωτήματα, απόδειξη ότι η ταινία ξεχωρίζει. Το βασικότερο για μένα, πώς μπορεί κανείς να αποκηρύξει το παρελθόν του (προσωπικό και ιστορικό), να απεκδυθεί κάθε ευθύνης και ενοχής για τις πράξεις και τις παραλείψεις του; Η σημερινή Γερμανία (Ρεφ Φάινς), όπως και κάθε χώρα, πασχίζει ακόμα να προσδιορίσει τη σχέση της με την παλιά (Κέιτ Γουίνσλετ).
Θεωρώ ότι μετατοπίστηκαν και οι τρεις χαρακτήρες, έστω και με τον σχηματικό τρόπο του σινεμά: Ο "μικρός" εξημερώθηκε και βγήκε από το καβούκι του, έμαθε να μιλάει, να αρθρώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Η Χάνα έμαθε να γράφει και να διαβάζει μόνη της και "είδε" τις συνέπειες των πράξεών της. Και η επιζήσασα έμαθε να μαλακώνει το μίσος και την οργή της, γιατί τελικά όλοι πάντα φυλάμε κάτι κρυφά σ' ένα τσίγκινο κουτάκι.
Αυτή η μυστικότητα, μαζί με την ενοχή, ατομική και συλλογική, είναι και τα 2 κεντρικά θέματα της ταινίας, αλλά και οι 2 βασικοί λόγοι που δεν μαθαίνουμε από τα λάθη του χθες. Το αντίδοτο που προσφέρει η ταινία είναι η αποδοχή των γεγονότων (εσωτερικών και εξωτερικών), η αποκάλυψη των μυστικών και ψεμάτων, η υπέρβαση της ενοχής και του μίσους και η μετάδοση της γνώσης και της μαρτυρίας.
ΥΓ Εξαιρετικό το εύρημα με τον αναλφαβητισμό, την αμάθεια και τον έλεγχο της γνώσης και τη σύνδεσή τους με την ενοχή, τον σκοταδισμό και την ανελευθερία. Είναι αυτό που είπε ο Λε Κλεζιό στην υπερβολή του για τη δύναμη της ελεύθερης μετάδοσης της πληροφορίας, ότι αν υπήρχε το διαδίκτυο, ίσως το ολοκαύτωμα να μην είχε καταστεί δυνατό...
Γιάννη,
Διαβάζοντας το σχόλιό σου, μου γεννήθηκε η εξής απορία: Πότε θα πιάσουν οι Έλληνες κινηματογραφιστές ορισμένα θέματα-ταμπού της νεοελληνικής ιστορίας, όπως τη μικρασιατική καταστροφή (όχι πάνω στο δίπολο καλοί εμείς-κακοί οι Τούρκοι), τη δικτατορία ή τον εμφύλιο; Ο λαβύρινθος του Πάνα για τον ισπανικό εμφύλιο ή το Reader για το ολοκαύτωμα μπορούν να αποτελέσουν οδηγούς.
Είναι καιρός να έρθουν κάποια πράγματα στο φως. Εκεί όπου η επίσημη ιστοριογραφία δεν τολμά,μπορούν να αναλάβουν δράση οι καλλιτέχνες, όπως με το συγκλονιστικό animation του Φόλμαν.
Γιώργο,
έχεις απόλυτο δίκιο.
Τα συλλογικά συμπλέγματα για το παρελθόν μας ("ένδοξο" και μη) ευθύνονται για πολλά στραβά και διαιωνίζονται από γενιά σε γενιά μέσω του ελληνικού κράτους, του σχολείου και της οικογένειας. Αποτελούν πρώτης τάξης υλικό για το σεναριακά προβληματικό ελληνικό σινεμά. Δυστυχώς όμως το επίσημο κράτος δεν τολμά. Πρόσφατο παράδειγμα η νέα ταινία του Κούτρα "Στρέλα" που επιλέχθηκε για το φεστιβάλ Βερολίνου και είχε απορριφθεί δύο φορές από το ΕΚΚ...
Από το στόμα σου και στου Κέντρου Κινηματογράφου το αυτί!
Δημοσίευση σχολίου