Ο τελευταίος Τζέιμς Μποντ, με τον αντιεμπορικό τίτλο Quantum of Solace, ξαναπιάνει το αφηγηματικό νήμα εκεί ακριβώς όπου το άφησε το προηγούμενο φιλμ, Casino Royale (2006). Ο πρωταγωνιστής, ένας εξαιρετικός Daniel Craig, βρίσκεται στο κατόπι εκείνων που δολοφόνησαν την καλή του, την Εσπερινό. Την ταινία σκηνοθετεί ο ικανός Marc Forster, που το βιογραφικό του (Monster’s Ball, Finding Neverland, Stranger than Fiction), δεν παραπέμπει ακριβώς σε ταινίες δράσης.
Ο Μποντ εντασσόταν κάποτε σε ένα ευδιάκριτο αντιθετικό σχήμα. Όχι πλέον. Νυν υπέρ πάντων το συμφέρον! Όταν φυσικά είναι δύσκολο για κάποιον να διακρίνει τους καλούς από τους κακούς, το μόνο που του μένει είναι να ακολουθεί το ένστικτό του. Και αυτό ο Μποντ, το κάνει καλά. Φυσικά δεν είναι αλάνθαστος. Άνθρωποι πεθαίνουν άδικα στο διάβα του, κυρίως λόγω της εμπλοκής του στον περιβάλλοντα χώρο και όχι εξαιτίας άμεσων ενεργειών του.
Ο Μποντ διατηρεί ορισμένα από τα στοιχεία που τον έκαναν διάσημο, δηλαδή τη γοητεία που εξασκεί στο γυναικείο φύλο, τη ψυχρότητα και το σαδισμό. Ωστόσο ο Μποντ δεν είναι πλέον ένας γκατζετάκιας γυναικάς που κερδίζει στα χαρτιά και πετάει την εύστοχη και δηκτική ατάκα. Κυρίως δεν έρχεται σε άμεση και ευθεία αντιπαράθεση με ένα υπέρ-κακό, που αντιπροσωπεύει το αντίπαλο δέος. Αντιθέτως, οι «κακοί» βρίσκονται εντός κάθε στρατοπέδου, και είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς τους φίλους από τους εχθρούς, γιατί το σχήμα είναι ευμετάβλητο συναρτήσει των εκάστοτε αναγκών. Η επανεφεύρεση του είδους «Τζέιμς Μποντ» που επιχειρήθηκε με το Casino Royale, συμπληρώνεται και επεκτείνεται με το Quantum of Solace: Ο Μποντ πληγωμένος ψυχολογικά, άυπνος και σκοτεινός, δρα σε ένα διεθνές περιβάλλον από το οποίο έχει χαθεί κάθε σταθερή αναφορά. Οι πάντες είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν με τους πάντες και λίγοι είναι εκείνοι οι ρομαντικοί που στις δεδομένες συνθήκες εξακολουθούν να δρουν βάσει αξιών ή αρχών.
Φυσικά παρακολουθούμε ένα μπλοκμπάστερ, οπότε ο απόλυτος μηδενισμός απαγορεύεται. Αλλά για τα δεδομένα του είδους, το Quantum of Solace προσφέρει κάτι πολύ παραπάνω από το μέσο όρο. Οι προσεγμένες γωνίες λήψης, τα υποκειμενικά πλάνα, το διαλεκτικό και ελλειπτικό μοντάζ, οι υπαρξιακές και ψυχαναλυτικές αποχρώσεις, επιβεβαιώνουν ότι έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά.
2 σχόλια:
Με μία πρόταση θα λέγαμε ότι το Quantum of Solace είναι o Τζέιμς Μποντ του 21ου αιώνα (είχαμε ήδη αρχίσει να το υποψιαζόμαστε αυτό και με το Casino Royal αλλά τώρα η υποψία επιβεβαιώνεται).
Για πρώτη φορά ο Τζέιμς Μποντ δεν προσπαθεί να πείσει για το ποιός είναι - εξάλλου δεν υπάρχει κανείς που να μην το ξέρει ήδη και να περιμένει να το μάθει τώρα - οπότε αυτό που έχει σημασία και προσπαθεί να τονιστεί μέσα στην ταινία είναι οι όροι και οι τρόποι με τους οποίους αναπαρίστανται οι υλικές και ιδεολογικές συνθήκες της ύπαρξης του. Με άλλα λόγια, ο στόχος δεν είναι να μάθουμε το ποιός (είναι ο Μποντ) αλλά το πως (είναι ο Τζέιμς Μποντ). Και η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και μεγαλειώδης. Ο Μποντ έχει στυλ. Κινείται με στυλ, ντύνεται με στυλ, κατακλύζεται από στυλ. Είναι ένας άντρας γοητευτικός, ώριμος, κάπως απόμακρος και ψυχρός, σα μοντέλο σε διαφήμιση λάιφστάιλ περιοδικού που υπογραμμίζει τη διαφορά του από τον κάπως πιο ανθρώπινο αναγνώστη. Ταυτόχρονα, αντλεί τη δύναμη για δράση (εν προκειμένω για εκδίκηση) από τον ανεκπλήρωτο έρωτα, επιτρέποντας, με μία ρομαντική αφέλεια, να του αποδώσουμε ηθικές αξίες. Οι χώροι στους οποίους κινείται είναι χώροι αντάξιοι του. Δεν τρώει όπου να ναι, δεν κοιμάται όπου νά ναι, δε σκοτώνει όπου να ναι. Συμπρωταγωνιστές του Ντάνιελ Κραιγκ στο πιο ακομπλεξάριστο και αυτάρεσκο Μποντ όλων των εποχών είναι τα σημαντικότερα κτήρια του 21ου αιώνα. Κανένα από αυτά δε χτίστηκε -και με σχετική ασφάλεια μπορώ να πω ούτε συλλήφθηκε- στον 20ο αιώνα. Το Konzerthaus στην Αυστρία τελείωσε μόλις πέρσυ, ενώ το ξενοδοχείο στην έρημο της Χιλής (ESO Ηotel) το 2005.
Και παρόλο που κάποια συντηρητική και κοντόφθαλμη ματιά θα μπορούσε ακριβώς να κατηγορήσει τον τελευταίο Μποντ ότι είναι μία -σχεδόν λατρευτική- ωδή στο λάιφστάιλ, ουσιαστικά δεν πρόκειται παρά για την πιο μεγαλειώδη κριτική του.
Ο Τζέιμς Μποντ δε διστάζει να βάλει φωτιά, να ανατινάξει, να καταστρέψει ολοσχερώς το ESO Hotel, ένα διαμάντι της αρχιτεκτονικής, ένα περιττό στολίδι, ένα μπιζού, που μόνο οι Δυτικοί (μόνο αυτοί που έχουν τον έλεγχο στην έρημο/το νερό/το πετρέλαιο/τους γηγενείς πληθυσμούς) μπορούν να εκτιμήσουν και να θαυμάσουν, αφού πρώτα έχουν λύσει όλες τις βιοποριστικές τους ανάγκες. Με την ταινία αυτή ο Μποντ μας υπενθυμίζει κάτι πολύ απλό: το λάιφστάιλ είναι τόσο ωραίο και τόσο περιττό. Και ανά πάσα στιγμή μπορούμε να το καταστρέψουμε, χωρίς καμία μα καμία συνέπεια. Έτσι κι αλλιώς πάντα θα μπορεί να ξαναχτιστεί.
Αγαπητή μου Χαριτίνη,
Μεγαλειώδες κείμενο.
Προσωπικά ψυχανεμιζόμουν ότι ο τελευταίος Μποντ είναι ο απόλυτος μοντέρνος ήρωας, αλλά δεν τόλμησα να συστηματοποιήσω τις σκέψεις μου. Πιστεύω ότι προσφέρεις μπόλικη τροφή για σκέψη προς αυτή την κατεύθυνση. Εύγε !
Δημοσίευση σχολίου