24 Σεπ 2011

Melancholia-Η ασθένεια αντεπιτίθεται

Ο Δανός (Γερμανός;) σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ έχει μικρότερη καλλιτεχνική αξία απ’όση του αποδίδουν οι οπαδοί του. Και σίγουρα έχει μικρότερο βάθος από αυτό που ο ίδιος θεωρεί ότι έχει ως σκηνοθέτης. Του ταιριάζει η παροιμία: «Κι ο πετεινός μας θέλησε αηδόνι να τον πούνε». Σε συνθήκες καλλιτεχνικής ξηρασίας, σχεδόν αναγκαστικά αποθεώνεται όποιος ξεφεύγει από την πεπατημένη. Ο ΛΦΤ το γνωρίζει καλά αυτό και παίζει με την υπερβολή και την πρόκληση, δηλώνοντας στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών ότι είναι ναζί και ότι συμπάσχει με τον Χίτλερ. Ηλιθιότητα; Κακό χιούμορ; Τροφή για προβληματισμό;

Ίσως και ο ίδιος να μην ξέρει, παρότι εμφανίστηκε μετανιωμένος κατόπιν εορτής. Είναι πάντως οφθαλμοφανές ότι στη Μελαγχολία του ο ΛΦΤ κινείται σε μια αντι-επιστημονική, αντι-αστική τροχιά, έχοντας επιλέξει να εξυμνήσει την (ψυχολογική) ασθένεια ως τέτοια. Ο άρρωστος δεν είναι ο παροδικά (ή μόνιμα) μη υγιής, ο μη κανονικός, αλλά ο ξεχωριστός, ο ευαίσθητος, ο αδιαπραγμάτευτος, ο μόνος που επικοινωνεί με το επέκεινα. Η ασθένεια ανάγεται σε κανόνα και θεοποιείται, καθίσταται κοσμολογική σταθερά. Η υγεία είναι φενάκη και όλοι μας ασθενούμε κατά μια έννοια από γεννησιμιού μας. Συνεπώς, η ολική καταστροφή των πάντων είναι αναπόφευκτη, ως εγγεγραμμένη στη φύση των πραγμάτων. Ο ψοφοδεής αστός -σύμβολο της απροϋπόθετης προσχώρησης στην επιστήμη- αποτελεί το αντεστραμμένο είδωλο της ανθρώπινης ανημποριάς.

Στον πυρήνα της σκέψης του ΛΦΤ εντοπίζεται άραγε η μεσαιωνική ευλαβής υπερβολή της φιλανθρωπίας; Να πως την περιγράφει ο Νάφτα, βασικός χαρακτήρας στο «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν: «Κόρες βασιλιάδων είχαν φιλήσει τις όζουσες πληγές λεπρών, είχαν κολλήσει εκ προθέσεως σχεδόν λέπρα και είχαν ονομάσει τα έλκη που είχαν αποκτήσει ρόδα τους, είχαν πιεί το νερό με το οποίο είχαν πλυθεί έμπυοι ασθενείς και είχαν δηλώσει μετά πως ποτέ δεν είχαν δοκιμάσει κάτι τόσο γευστικό» (Εξάντας, Τόμος Β, σελ 182). Ο ζηλωτισμός του ΛΦΤ έγκειται στο ότι δομεί όλη του την ταινία γύρω από την ασθένεια. Η ταινία του για την ακρίβεια είναι η ίδια η Ασθένεια, μια τεράστια προβολή του εσωτερικού κόσμου της ασθενούς, όπου κυριαρχεί η ακινησία, η αδιαφορία, η παραίτηση. Φυσικά όλα αυτά ντύνονται με το χολιγουντιανό λούστρο και πνίγονται στη διακειμενικότητα, ώστε να διευκολύνεται η κατάποση του σκευάσματος από τον καλλιεργημένο δυτικό θεατή.

Η Μελαγχολία διακηρύσσει ότι ο αγώνας είναι μάταιος και η πρόοδος μια καλοστημένη φιλοσοφική απάτη. Η διαλεκτική και η σύγκρουση είναι άγνωστες λέξεις για τον ΛΦΤ. Το νέο δεν γίνεται να γεννηθεί και το παλιό έχει ήδη πεθάνει. Το μέλλον δεν είναι ένα απέραντο πεδίο ανοικτών δυνατοτήτων, αλλά φυλακίζεται σε ένα διηνεκές παρόν. Τα πάντα αργοκυλούν προς το εικαστικά μεγαλειώδες τέλος. Ταυτόχρονα, η έλλειψη προοπτικής καθιστά τον πολιτισμό πνιγηρό και τις συμβάσεις ανόητες. Χρειάζεται να οπλιστούμε με το μαστίγιο του Νίτσε ενάντια σε αυτή την άρνηση της Ζωής: «Μακριά όμως από τις βλαβερές αναθυμιάσεις της εσωτερικής φθοράς και της κρυφής σήψης της αρρώστιας!...Ώστε να μπορέσουμε, φίλοι μου, να φυλαχτούμε, για λίγο καιρό τουλάχιστον, από τις δύο φοβερές επιδημίες, που περιμένουν ακριβώς εμάς-από τη μεγάλη αηδία για τον άνθρωπο! από το μεγάλο οίκτο για τον άνθρωπο!...» (Γενεαλογία της Ηθικής, Βάνιας, σελ. 177).

7 Σεπ 2011

Horrible Bosses-Ούτε ένα χαμόγελο

Υπάρχουν καλά αφεντικά; Πολλοί φίλοι θα διαβεβαίωναν πως ναι. Σε αντίθεση με το δύστροπο, επιθετικό, άδικο, κακόπιστο αφεντικό, μπορεί η τύχη να φέρει στο δρόμο σου ένα δίκαιο, γενναιόδωρο, καλοκάγαθο αφεντικό; Είναι άραγε θέμα προσωπικότητας; Μήπως χημείας μεταξύ υφισταμένου και προϊσταμένου; Ένας σκληρός, απαιτητικός ακόμα και ασυνεπής εργοδότης είναι δυνατόν να μαλακώνει στη συνέχεια, να γίνεται φίλος με τον εργαζόμενο, να τον αποδέχεται ως ισότιμο συνεργάτη και συνοδοιπόρο;

Στην ίδια γραμμή σκέψης: είναι δυνατή η εξάπλωση σε πανανθρώπινο επίπεδο της κοινωνίας των Σεμάι, στην οποία δεν υπάρχει ιεραρχία και σύστημα εξουσίας, το να διατάζεις άλλους να κάνουν πράγματα δεν είναι ευγενικό και το να τους διατάζεις να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν είναι αδύνατο; (Τα στοιχεία αντλούνται από το βιβλίο του Λάιαλ Ουάτσον, Σκοτεινή Φύση, εκδ. Θύραθεν, σελ. 179)

Τα ανωτέρω ερωτήματα δεν απασχολούν την αμερικάνικη ψευτοκωμωδία με τον τίτλο Horrible Bosses. Τρεις φίλοι, εργαζόμενοι για δεσποτικά αφεντικά, συνασπίζονται με σκοπό να τα βγάλουν από τη μέση μια δια παντός. Δυστυχώς, πρόκειται για μια μπαλαφάρα που προσπαθεί να σερφάρει στο κύμα που σήκωσε η επιτυχία του Hangover, αλλά πνίγεται στα ρηχά νερά. Ενώ ξεκινά ικανοποιητικά, χάρη στην απολαυστική αυταρέσκεια του Κέβιν Σπέισι στο ρόλο του κακού, στη συνέχεια χάνεται σε σεναριακές ακροβασίες και δωρεάν βωμολοχίες, παρουσιάζοντας ήρωες ηλίθιους και όχι αστείους, με πρόχειρη σκηνοθεσία και θαμπούς πρωταγωνιστές. Ματαίως θα περίμενε κανείς –έστω και με χαλαρή διάθεση σε θερινό σινεμαδάκι- να χαμογελάσει λίγο το χειλάκι του.